Μήπως το μετάνιωσες;

108 15 21
                                    

«Αύριο κιόλας.....» Ο Αντρέας κάθεται δίπλα της, στον καναπέ, κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια.
«Θα ψάξω αγοραστή για το γραφείο μου.» Συνεχίζει.

Η Μυρτώ δυσανασχετεί.
«Το πήρες απόφαση, δηλαδή; Θα το πουλήσεις;» Εκείνος την κοιτάει.

«Ε ναι βρε μωρό μου. Αφού πρέπει να σώσουμε την εταιρεία.» Της εξηγεί, τραβώντας τον φελλό του μπουκαλιού. Η Μυρτώ πιέζει τα χείλη της μεταξύ τους.
«Γιατί μούτρωσες;» Τη ρωτάει.

«Θα μου λείψει εκείνο το γραφείο.» Παραδέχεται, παίρνοντας το μπουκάλι από τα χέρια του, ώστε να πιει. Ο Αντρέας αφήνει ένα επιφώνημα διασκέδασης.
«Εκεί γνωριστήκαμε.» Του υπενθυμίζει.

«Εκεί κάναμε για πρώτη φορά έρωτα.» Προσθέτει εκείνος, αφήνοντας τα ποτήρια στο τραπέζι.

«Εκεί περνούσαμε τις περισσότερες ώρες, μαζί.» Το βλέμμα της έχει γεμίσει τρυφερότητα. Αισθάνεται ένας βάρος στο στήθος της.

Ο Αντρέας ακουμπάει τα δάχτυλα του στο πηγούνι της, στρέφοντας αργά το κεφάλι της, ώστε να κοιταχτούν.
«Είναι απλά ντουβάρια, μωρό μου. Οι αναμνήσεις μας, όμως, θα παραμείνουν.» Το ύφος του είναι στοργικό. Η Μυρτώ δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να του χαμογελάσει.

«Να, κάτι τέτοια λες, και με κάνεις να πιστεύω πως έχω τον καλύτερο άντρα του κόσμου!» Δηλώνει με περηφάνεια, χαμηλώνοντας ώστε να τον φιλήσει.

«Δεν με παντρεύτηκες, ακόμη.» Ο Αντρέας όμως αποτραβιέται, επίτηδες.

«Ε και τι; Δεν μπορώ να σε αποκαλώ: άντρα μου;»

«Σαφέστατα και όχι.» Ο Αντρέας ακούγεται δήθεν προσβεβλημένος.

Η Μυρτώ γελάει, δύσπιστη με το σκηνικό που ζει, αυτή την στιγμή.
«Παράπονα, κύριε Βρεττέ;» Αναρωτιέται, ανασηκώνοντας το φρύδι της.

«Βεβαίως και έχω παράπονα, δεσποινίς Δρακοπούλου.» Αποκρίνεται, αρπάζοντας το μπουκάλι από τα χέρια της.

«Δηλαδή επιμένεις να με παντρευτείς;» Η Μυρτώ τον ατενίζει με απορία.

«Εννοείται ότι επιμένω!» Δεν άλλαξε και ποτέ του γνώμη. Ίσα ίσα, που τώρα το θέλει περισσότερο.

Η Μυρτώ δαγκώνει το κάτω χείλος της. Μια σκανταλιάρικη υποψία εμφανίζεται στο πρόσωπο της.
«Ωραία. Αύριο κιόλας θα πάμε να παντρευτούμε.» Του το ανακοινώνει.

Ο Αντρέας γουρλώνει τα μάτια.
«Αστειεύεσαι τώρα;» Ακούγεται σαν να τη ρωτάει.

«Τι έγινε, μωρό μου; Έχασες το θάρρος σου, μήπως;» Τον κοροϊδεύει. Αν και δεν αντικρίζει καμιά αμφιβολία στο πρόσωπο του.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνOnde histórias criam vida. Descubra agora