Τι έκανα;

89 14 25
                                    


«Λοιπόν, κλείσαμε;» Ο Αντρέας εστιάζει στο πρόσωπο της Φωτεινής.

«Ο χώρος μου κάνει. Είναι ευάερο, ευήλιο. Μου κάνει.» Καταλήγει στο τελικό της συμπέρασμα.

«Ωραία. Τη χαρτούρα, θα την κανονίσουμε μέσα στις επόμενες μέρες.»

«Θέλω να γίνει το συντομότερο δυνατό.» Τον εκπλήσσει η βιασύνη της.

«Δηλαδή, πόσο σύντομα;»

«Και αύριο, αν γίνεται.» Η απάντηση της τον αφήνει σύξυλο. Είναι λες και ήρθε απεσταλμένη από κάποιον. Ίσως απ' τον Θεό; Από την μοίρα;

«Βεβαίως και γίνεται.» Σχεδόν ενθουσιάζεται. Χρειάζεται, άλλωστε, τα χρήματα. Άμεσα!

«Ωραία. Ας συναντηθούμε πάλι αύριο, στις δέκα το πρωί.»

«Ωραία. Συμφωνώ.» Νομίζει πως πρέπει να τσιμπήσει τον εαυτό του. Είναι δυνατόν να συμφωνεί τόσο γρήγορα σε όλα; Την παρακολουθεί να περπατάει προς την έξοδο
«Καλή συνέχεια, κύριε Βρεττέ.» Του εύχεται.

Ο Αντρέας πηγαίνει, για να κρατήσει την πόρτα.
«Επίσης.» Της το ανταποδίδει.

Η πόρτα κλείνει, και η Φωτεινή Παπαδοπούλου, χάνεται από το οπτικό του πεδίο. Αυτόματα, ο Αντρέας βγάζει την συσκευή απ' το παντελόνι του. Θέλει απεγνωσμένα να μοιραστεί τα νέα με κάποιον. Άσε που πλησίαζε η ώρα του γάμου τους. Αυτού του επεισοδιακού γάμου.

Η Μυρτώ, όμως, δεν απαντάει σε καμία από τις κλήσεις του. Ο Αντρέας αντικρίζει με περιέργεια την άψυχη συσκευή που κρατάει στο χέρι του.

«Έλα. Που είσαι μωρό μου;» Αναρωτιέται νοερά. Κάνει άλλη μια απόπειρα να την καλέσει. Και αυτό το τροπάριο θα συνεχιστεί μέχρι αργά.

______________________________

Στο σπίτι του Λιάνη, επικρατεί μια νεκρική σιγή. Μέχρι την στιγμή που η Ασπασία, συναντά τον σύζυγό της, στην μεγάλη ξύλινη σκάλα. Ούτε που του έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουν, από χθες. Αυτό που χρειαζόταν να μάθει αυτός, το έμαθε. Ξέρει ότι η κόρη του είναι καλά, και πως πήρε εξιτήριο. Το θέμα είναι ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται αυτή την στιγμή.

Η Ασπασία είναι έτοιμη να του γυρίσει ξανά την πλάτη, και να ανέβει με αδιαφορία τα σκαλιά.

«Ασπασία, περίμενε!» Την φωνάζει.
Το σώμα της υπακούει, αλλά το μυαλό της την διατάζει να τρέξει.
«Κάτσε λίγο να μιλήσουμε.» Σχεδόν την εκλιπαρεί.

Στρέφει απότομα το κεφάλι, αντικρίζοντας την μεταμέλεια στο πρόσωπο του. Δεν την κερδίζει όμως αυτό.
«Τι θέλεις να πούμε;» Του απευθύνεται απότομα, χωρίς ίχνος κατανόησης.

«Είναι εντάξει η Κατερίνα;» Βλέπει ήδη την ειρωνεία να σχηματίζεται στο πρόσωπο της.

«Νωρίς θυμήθηκες να ρωτήσεις.» Πετάει την μπηχτή της. Ο Πέτρος χαμηλώνει το κεφάλι του.

Καταλαβαίνει πως έχει δίκιο να του επιτίθεται. Η Ασπασία κάνει ξανά να ανάβει την σκάλα.

«Είναι επάνω;» Αναρωτιέται.

Η Ασπασία μαρμαρώνει. Σφίγγει τις γροθιές της, κάνοντας τιτάνιες προσπάθειες να μην ξεφύγει από τον έλεγχο.
«Όχι, Πέτρο. Η Κατερίνα βρίσκεται εκεί που ανήκει.» Γυρίζει απότομα ώστε να τον ξανά κοιτάξει.

Τα φρύδια του σμίγουν.
«Τι εννοείς;» Την ρωτάει. Η γυναίκα κρατάει τα χείλη της πεισματικά κλειστά. Ο Πέτρος χάνει την υπομονή του.
«Που είναι το παιδί, Ασπασία;» Ζητά να μάθει, με το μυαλό του να κάνει χιλιάδες σενάρια. Άπειρα σενάρια. Εκείνη επιμένει να μην απαντά.
«Μίλα!» Φωνάζει, στέλνοντας ρίγη φόβου στην ραχοκοκαλιά της.

«Είναι με τον Οδυσσέα, στο δικό του σπίτι.» Σχεδόν το φωνάζει.

Τα χείλη του συσπώνται μεταξύ τους.
«Ηλίθια γυναίκα. Ηλίθια!» Την βρίζει, υψώνοντας απειλητικά το χέρι του.
«Έστειλες την κόρη μας στο στόμα του λύκου. Ανόητη γυναίκα!» Την κατηγορεί. Της φωνάζει, ρίχνοντας ευθύνες επάνω της.
«Γιατί την άφησες να πάει; Πες μου!»

«Επειδή εκεί είναι η θέση της. Δίπλα στον άνθρωπο που αγαπάει.» Αυτή τη φορά, δεν θα κρατήσει το στόμα της κλειστό. Είναι αποφασισμένη να στηρίξει την κόρη της, σε ό,τι κι αν αποφασίσει.

Ο Πέτρος ξεχειλίζει από οργή.
«Ο Δρακόπουλος κυνηγάει τους Βρεττούς. Αναζητά την κατάλληλη ευκαιρία για να τους χτυπήσει. Και εσύ άφησες την κόρη μας να πάει μαζί τους; Ηλίθια!» Προσπαθεί να ισορροπήσει στο χτυπημένο του πόδι, υψώνοντας ταυτόχρονα το χέρι του.

«Φύγε, Πέτρο!» Η Ασπασία αντιδρά αντανακλαστικά, σπρώχνοντας τον από το στήθος.

Δεν ασκεί πολύ πίεση, αλλά και αυτό το λίγο, είναι ικανό να κάνει τον Πέτρο να χάσει την ισορροπία του, και να πέσει πίσω, καταλήγοντας να χτυπήσει το κεφάλι του στο πάτωμα.

Η Ασπασία αντικρίζει με σοκ τον άντρα της, ο οποίος δείχνει εντελώς αναίσθητος.
«Πέτρο;» Δοκιμάζει να πει το όνομα του. Σε μερικά δευτερόλεπτα, το αίμα γίνεται ένα κόκκινο στεφάνι, γύρω από το κεφάλι του.
«Πέτρο!» Τσιρίζει, πηγαίνοντας να γονατίσει δίπλα του.

Τα μάτια του είναι ανοιχτά, και εντελώς κενά από συναίσθημα. Το αίμα γίνεται ποτάμι. Τα χέρια της Ασπασίας τρέμουν, στην συνειδητοποίηση ότι δεν αναπνέει.

«Τι έκανα;»

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now