Θέλεις να την γνωρίσεις;

98 15 17
                                    

Οι βόλτες στο νησί είναι ατελείωτες. Η Μυρτώ φρόντισε να τον πάει σε όλα τα μέρη. Του έδειξε σπηλιές, παραλίες, μαγαζάκια, καφετέριες, τα πάντα!

Ο Αντρέας ένιωθε ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό για την γυναίκα που έχει δίπλα του. Μάλλον, δεν έβλεπε πια την γυναίκα. Στην θέση της υπήρχε τώρα ένα κοριτσάκι, με μάτια που γυαλίζουν από επιθυμία και κέφι. Έτσι θέλει να την βλέπει, πάντα.

Τώρα περπατούν ανάμεσα στα τουριστικά μαγαζιά, τα οποία πουλούν διάφορα αξεσουάρ, στολίδια, κοσμήματα, είτε ρούχα, με τα Κύθηρα αποτυπωμένα επάνω τους.

Ξαφνικά, η Μυρτώ εντοπίζει ένα βραχιόλι, που της αρέσει. Αμέσως, τον τραβάει από το χέρι. Ο Αντρέας γελάει.

«Τι έγινε; Τι έπαθες;»

«Είδα κάτι. Έλα!» Επιμένει να τον τραβάει, με τον ενθουσιασμό να λάμπει στα μάτια της.

Ο Αντρέας την αφήνει να τον παρασύρει. Παρατηρούν μαζί το βραχιόλι που εντόπισε. Είχε πολλά δερμάτινα κορδόνια, σαν πλεξούδες, με μια μεταλλική άγκυρα στην μέση.

Η Μυρτώ κοιτάζει τον πωλητή.
«Συγγνώμη;» Αμέσως ο νεαρός τους πλησιάζει.

«Παρακαλώ.»

Η Μυρτώ σηκώνει το βραχιόλι, στο ύψος του προσώπου της.
«Θέλω αυτό εδώ.» Του λέει.

«Είναι έξι ευρώ.» Την πληροφορεί ο νεαρός.

Η Μυρτώ βγάζει το πορτοφόλι της. Το ίδιο κάνει, όμως, και ο Αντρέας.
«Μυρτώ.» Προφέρει προειδοποιητικά.

«Ορίστε.» Εκείνη τον αγνοεί, και δίνει ένα χαρτονόμισμα των δέκα στον πωλητή.

«Μισό να σας φέρω τα ρέστα.» Αποκρίνεται, κάνοντας μεταβολή.

Η Μυρτώ με τον Αντρέα, ανταλλάσουν ματιές μεταξύ τους. Εκείνη έχει πονηρό ύφος, ενώ, εκείνος προσπαθεί να δείξει εκνευρισμένος μαζί της.

«Θέλω να σου κάνω ένα δώρο. Δεν έχω το δικαίωμα;» Λέει, μισοχαμογελώντας του.

Ο Αντρέας ρουθουνίζει εύθυμα, σαν πρώτη αντίδραση.
«Δεν θα το αφήσω έτσι αυτό, μωρό μου.» Την προειδοποιεί, σκύβοντας προς το αυτί της.

Η Μυρτώ χαμογελάει πλατιά, και μετά, του δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

Ο πωλητής επιστρέφει, αφήνοντας τα ρέστα στην Μυρτώ.
«Ορίστε. Σας ευχαριστούμε.» Τους λέει.

«Καλή συνέχεια.» Λένε ομόφωνα, πιάνοντας ο ένας το χέρι του άλλου.

Δεν προλαβαίνουν να κάνουν τρία βήματα, και τον σταματάει.
«Μου επιτρέπεις;» Ρωτάει, λύνοντας το βραχιόλι.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now