Παραδοχή

109 12 28
                                    

Ο Οδυσσέας κρατάει ώρα τώρα το χέρι της, με το κεφάλι του σκυφτό. Ικετεύει βαθιά μέσα του, να μην τον τιμωρήσει ξανά η μοίρα. Ελπίζει πως σε λίγο θα ανοίξει τα μάτια της, και θα τον κοιτάξει ξανά με λατρεία, όπως έκανε παλιά.

Είναι απελπισμένος. Δεν μπορεί να το πολεμήσει, και ούτε και το θέλει. Απελευθερώνει τον εαυτό του, βγάζοντας κάποια πνιχτά αναφιλητά, όσο τα δάκρυα σχηματίζουν ρυάκια στο πρόσωπο του.

«Συγχώρεσε με.» Προφέρει με δυσκολία, μέσα από το κλάμα του.
«Συγχώρεσε τον εγωισμό μου. Την αλαζονεία μου. Αυτή την έπαρση που με δηλητηρίασε.» Φιλάει την ανάστροφη της παλάμης της.

Πόσο δύσκολο είναι τελικά να μεγαλώνουμε. Ο Οδυσσέας αισθάνεται πως είναι μια ασήμαντη κουκίδα, μέσα στο άπειρο. Φοβάται την ζωή. Φοβάται την ίδια του την τύχη. Φοβάται, πως κάποιος θα του την φέρει, και τελικά, θα πάρει και την Κατερίνα μακριά του.

«Οδυσσέα;» Προφέρει με δυσκολία το όνομα του.

Όλη του η αγωνία, εκρήγνυνται, και μετατρέπεται σε αγαλλίαση.
«Κατερίνα μου; Κατερίνα!» Αρπάζει άγαρμπα το πρόσωπο της, και ξεκινά να μοιράζει φιλιά.

Εκείνη αισθάνεται να πνίγεται, αλλά δεν τον απομακρύνει. Μέσα της, έχει κι εκείνη την ανάγκη να νιώσει κάποιο τρυφερό συναίσθημα. Κάποιο άγγιγμα που θα την ζωντανέψει ξανά. Ο Οδυσσέας είναι ο θάνατος και η ζωής της, ταυτόχρονα.

«Φοβήθηκα ότι σε έχασα.» Το λέει σαν να απολογείται, για το άγαρμπο ξέσπασμα του.

«Πες μου ότι δεν υπέγραψες κανένα συμβόλαιο με τον πατέρα μου;» Τα χέρια τις ψηλαφούν το πρόσωπο του. Ο Οδυσσέας την αντικρίζει με μάτια έκπληκτα.
«Πες το μου, σε ικετεύω. Πες το.»

«Δεν το έκανα, καρδιά μου.» Της δίνει την επιβεβαίωση που χρειάζεται, φιλώντας και τα δυο της χέρια.

Η Κατερίνα ανακουφίζεται. Μπορεί να μην ξέρει για τα σχέδια του πατέρα της. Γνωρίζει όμως πολύ καλά ποιος είναι ο Πέτρος Λιάνης. Ο Οδυσσέας κινδυνεύει. Η οικογένεια του κινδυνεύει.

«Μην τον εμπιστεύεσαι τον πατέρα μου. Δεν θέλει το καλό σου.» Τον πληροφορεί, αφήνοντας τα χέρια της να πέσουν. Όπως πέφτουν και τα δάκρυα από τα μάτια του.

«Τα έκανα όλα σκατά.» Ακούγεται σαν να το παραδέχεται. Όχι μόνο σε εκείνην, αλλά και στον εαυτό του.

«Το ξέρω.» Η Κατερίνα δεν έχει σκοπό να του απαλύνει τον πόνο.

Ο Οδυσσέας παίρνει μια ακανόνιστη εισπνοή.
«Δεν είμαι άξιος να σε έχω.» Της λέει, κοιτάζοντας την μέσα στα μάτια. Η κοπέλα δεν απαντάει κάτι, δίνοντας του σιωπηλά την έγκριση να συνεχίσει.
«Έκανα τόσα πολλά λάθη μαζί σου.» Δεν είναι παράξενο που το παραδέχεται, αλλά που το καταλαβαίνει.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now