Ενοχές

57 12 14
                                    

Στέκονται ακίνητοι. Το δικό του καστανό, πνίγεται στο μαύρο του Αντρέα. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτή την σκηνή.

«Τι κάνεις, Οδυσσέα;» Τον ρωτάει, βλέποντας καθαρή αποφασιστικότητα στα μάτια του αδερφού του.

«Αυτό που έπρεπε να κάνω χρόνια τώρα.» Δεν δειλιάζει. Η λαβή του στο όπλο είναι σταθερή. Φαίνεται να γνωρίζει τι πάει να διαπράξει.
«Εσένα είχαν για διάδοχο. Εσύ θα ήσουν ο αρχηγός της οικογένειας, μετά τον Στέφανο. Ενώ εμένα....» Βγάζει μια ειρωνική στριγκλιά, που μοιάζει με χαιρέκακο γέλιο.
«Εμένα με άφησαν απλά να φύγω. Με πέταξαν, ουσιαστικά, έξω από την οικογένεια.»

«Κανένας δεν σε πέταξε.» Εξηγεί ήρεμα ο Αντρέας, χωρίς να ξεφεύγει απ' τον αυτοέλεγχο του.

Ο Οδυσσέας ανοιγοκλείνει τα μάτια, ενώ το σαγόνι του τσιτώνεται. Ο αέρας ανεμίζει στα μαλλιά του, ανακατεύοντας τα.

«Είχες δίκιο.» Παραδέχεται, σφίγγοντας με πείσμα τα δόντια του.
«Ήμουν ένας δειλός. Φοβόμουν να διεκδικήσω την Κατερίνα.» Συνεχίζει να λέει, με τις αρθρώσεις του χεριού του, να γίνονται άσπρες από την πίεση που ασκεί στο μέταλλο.

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει, και η Ασπασία αντικρίζει με φρίκη το θέαμα τους.
«Οδυσσέα, τι κάνεις;» Φωνάζει, πανικόβλητη, ενώ τρέχει για να χωθεί ανάμεσα τους.
«Έχεις τρελαθεί, παιδάκι μου; Κατέβασε το όπλο!» Προσπαθεί να πιάσει το χέρι του.

Ο Οδυσσέας, την αγνοεί επιδεικτικά, επιμένοντας να σημαδεύει τον Αντρέα.

«Εδώ είμαι, Οδυσσέα.» Λέει με θάρρος ο Αντρέας, στενεύοντας λιγάκι τα μάτια του.
«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά.» Μοιάζει να του δίνει κουράγιο, ώστε να συνεχίσει.

Ο Οδυσσέας βρίσκεται στον μεγαλύτερο πειρασμό της ζωής του. Βρίσκεται ανάμεσα στην λογική και το χάος.

Η Ασπασία αντικρίζει με τρόμο την παγωμένη έκφραση του Αντρέα.
«Παίζεις με την τύχη σου και συ;» Του φωνάζει, σαν να απευθύνεται σε κάποιον που έχει χάσει τα λογικά του. Στρέφεται ξανά στον άλλο αδερφό.
«Οδυσσέα, μην τολμήσεις να πατήσεις την σκανδάλη.» Τον εκλιπαρεί, με τα χέρια της να επιμένουν στην λαβή τους, επάνω στον καρπό του.

Ο Οδυσσέας αποφεύγει να την ακούσει. Φωνές. Πολλές φωνές τριβελίζουν το κεφάλι του. Άλλες του μιλάνε σιγανά, κι άλλες εχθρικά. Άλλες του λένε να πατήσει την σκανδάλη, κι άλλες τσιρίζουν από φόβο.

«Για μια φορά, σκέψου την κόρη μου! Θέλεις να υποστεί κι άλλο σοκ;» Η Ασπασία χρησιμοποιεί το τελευταίο της χαρτί, ουρλιάζοντας μπροστά από το πρόσωπο του.

Και ξαφνικά, ο Οδυσσέας προσγειώνεται απότομα στη γη. Η Κατερίνα. Η Κατερίνα μου, που με αρνήθηκε. Η Κατερίνα μου, που τώρα με μισεί. Με κατηγορεί για τον χαμό του παιδιού μας. Η λαβή του χαλαρώνει. Τι νόημα έχει πια; Αφού... την έχασα.

«Άραγε, την σκέφτηκες και ποτέ;» Ο Αντρέας πυροδοτεί με τα λόγια του το φιτίλι. Ο Οδυσσέας εστιάζει τα μπερδεμένα του μάτια, στο πρόσωπο του αδερφού του.
«Μπήκες ποτέ στην θέση αυτού του κοριτσιού; Να καταλάβεις τι ταπείνωση αισθανόταν, εξαιτίας σου;» Γίνεται ελάχιστα προκλητικός με τις λέξεις που επιλέγει.

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής, παρασύρονται από τον άνεμο. Ο Οδυσσέας κατεβάζει το όπλο, με τα μάτια του να πλημμυρίζουν από δάκρυα σύγχυσης.

«Πιστεύεις πως αν με σκοτώσεις τώρα, θα έρθει λύτρωση; Πως θα γίνεις καλύτερος στα μάτια της Δήμητρας και των υπολοίπων;» Προσθέτει τα τελευταία του λόγια. Το όπλο πέφτει από το χέρι του Οδυσσέα, καταλήγοντας στο γρασίδι.

Η Ασπασία αφήνει μια κρυφή ανάσα ανακούφισης, κλείνοντας στιγμιαία τα βλέφαρα της. Ο Οδυσσέας πισωπατά, με το σώμα του να έχει αδειάσει εντελώς από οξυγόνο.

«Δεν αξίζω την αγάπη της.» Δηλώνει, δείχνοντας εντελώς χαμένος. Κάνει μεταβολή, και φεύγει από εκείνο το σημείο, αδιαφορώντας για το όπλο.

«Οδυσσέα;» Η Ασπασία κάνει μια αποτυχημένη προσπάθεια να τον σταματήσει.

Ο Αντρέας σκύβει για να μαζέψει το όπλο. Το επεξεργάζεται για λίγο, με το βλέμμα του. Τόσο μίσος. Για ποιον λόγο, Οδυσσέα;

Θα περνούσε πολλές ώρες μόνος του, με τον εαυτό. Χιλιάδες σκέψεις θα κατακλύσουν το κεφάλι του. Πολλά συναισθήματα θα εμφανιστούν, ύπουλα, με σκοπό να του μαχαιρώσουν την καρδιά. Και ο Οδυσσέας πρέπει να τα αντέξει πάλι όλα αυτά.

Η βροχή δυναμώνει απότομα, και η Ασπασία πηγαίνει τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Ο Αντρέας δεν πανικοβάλλεται. Αφήνει το νερό να ξεπλύνει την ένταση από το σώμα του. Τελείωσε αίσια κι αυτό.

Έβλεπε πως τα πράγματα αρχίζουν να στενεύουν για την οικογένεια του. Δεν υπάρχουν περιθώρια. Ο Οδυσσέας δείχνει να τον αντιμετωπίζει εχθρικά, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο αγκάθι, μετά απ' όλα αυτά που αποκαλύφθηκαν. Είναι αδερφός του, που να πάρει! Προσπαθεί να τον καταλάβει, αλλά δεν βρίσκει λογική στις πράξεις του.

Σφίγγει τα χείλη, πείθοντας το σώμα του να προχωρήσει ως το δικό του αυτοκίνητο. Δεν υπάρχει χώρος εδώ για τον Αντρέα. Όλα του δείχνουν αδιέξοδο. Κι εκείνη δεν είναι εδώ.

Δεν έχει άλλο μονοπάτι να ακολουθήσει, πέρα από το δικό της.

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: 21 hours ago ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now