Σου έλειψα;

113 16 17
                                    

Η Μυρτώ στέκεται μπροστά απ' το παράθυρο του παιδικού της δωματίου. Η νύχτα μοιάζει παράξενη απόψε. Κάτι την προβληματίζει. Κάτι γεμίζει την ψυχή της με ανησυχία.

Ελέγχει τα μηνύματα στο κινητό της. Και πάλι, κανένα ίχνος από εκείνον. Αφήνει την συσκευή στο περβάζι, ξεφυσώντας δυνατά. Ήλπιζε όλη την ημέρα για κάποιο σημάδι ζωής από εκείνον. Γιατί δεν της έστελνε κάτι; Τόσο θυμωμένος είναι μαζί της, επειδή έφυγε;

Παρατάει εκείνη την θέση, πλησιάζοντας το κρεβάτι της. Δεν της κολλούσε ύπνος, αλλά χρειαζόταν μερικά λεπτά ξεκούρασης. Ίσα να χαλαρώσει το σώμα της.

Χώνει τα δάχτυλα μέσα στα σγουρά μαλλιά της. Ήθελε απεγνωσμένα να του τηλεφωνήσει, κι ας ήταν σχετικά αργά. Αισθάνεται.... κάτι. Είναι σαν προαίσθημα. Πιστεύει ότι κάτι δεν πάει καλά. Σαν να τον καταλαβαίνει.

Δίχως να αντέχει άλλο, αρπάζει ξανά την συσκευή στα χέρια της. Ε και τι έγινε αν του έστελνε ένα μήνυμα; Υποτίθεται πως ήθελαν να χτίσουν κάτι από κοινού. Δεν θα το άφηνε να πάει στράφη.

"Τι κάνεις;"

Πατάει αποστολή, πριν το μετανιώσει. Δαγκώνει, ασυναίσθητα, τον αντίχειρα της. Είναι μια κίνηση που έχει να κάνει χρόνια. Τελικά ο Αντρέας της επαναφέρει κάποιες κακές συνήθειες.

Το τηλέφωνό ζωντανεύει, με την οθόνη να αναβοσβήνει. Ένα νέο μήνυμα βρίσκεται ήδη στα εισερχόμενα της. Η Μυρτώ το ανοίγει με τρεμάμενα δάχτυλα.

"Κοντεύω να φτάσω στο νησί σου."

Η καρδιά της χάνει έναν χτύπο, μόλις συνειδητοποιεί την σημασία του μηνύματος του. Τι εννοεί; Ότι έρχεται; Πριν προλάβει να σκεφτεί κάτι παραπάνω, η συσκευή της δονείται ξανά.

"Θα έρθεις να με παραλάβεις; Η πρέπει να ψάχνω μόνος μου;"

Το μήνυμα του την κάνει να χαμογελάσει. Του πληκτρολογεί σβέλτα μια απάντηση, λέγοντας του πως ξεκινάει.

Αφού το στείλει, χώνει αδέξια το τηλέφωνό στην τσέπη της φόρμας της. Τα υπόλοιπα γίνονται γρήγορα, σχεδόν σε χρόνο ρεκόρ.

Μαζεύει τα απαραίτητα πράγματα, και μετά βγαίνει τρέχοντας έξω απ' το δωμάτιο της. Ευτυχώς, η Ανθή κοιμάται με τις κότες, οπότε δεν ήταν αναγκασμένη να υποστεί την ανάκριση της.

Και έτσι, η Μυρτώ βρέθηκε τα μεσάνυχτα στο λιμάνι, να παρακολουθεί το καράβι να παρκάρει. Η αγωνία την έχει καταβάλει ολόκληρη. Αισθάνεται ενθουσιασμένη που θα τον ξαναδεί, λες και πέρασε αιώνας από την τελευταία τους συνάντηση.

Ο αποχωρισμός τους δεν ήταν και πολύ ανάλαφρος, το αναγνωρίζει και η ίδια. Χαίρεται που έχει την ευκαιρία να το διορθώσει.

Ο Αντρέας εμφανίζεται μετά από κάποια λεπτά, κρατώντας μονάχα ένα σακβουαγιάζ, το οποίο είναι κρεμασμένο στον ώμο του.

Η Μυρτώ αρνείται να κρύψει τον ενθουσιασμό της, και τρέχει να τον αγκαλιάσει. Εκείνος αφήνει ένα επιφώνημα χαράς, καθώς, την υποδέχεται με θέρμη.

«Γειά σου, ταραξία.» Ο τόνος του ακούγεται κεφάτος. Βέβαια, μετά τα τελευταία γεγονότα με τον αδερφό του, μόνο κεφάτος δεν θα 'πρεπε να είναι.

«Γειά.» Προφέρει μουρμουριστά εκείνη, σφίγγοντας τον από την μέση.

Είναι μια πολύτιμη στιγμή και για τους δύο. Ήταν δεδομένο πως δεν θα υπάρξει αμηχανία ανάμεσα τους, κι ας έφυγε άρον άρον η Μυρτώ, χωρίς να την αποχαιρετήσει, μάλιστα.

Πιάνει το πρόσωπο της στις παλάμες του, αντικρίζοντας την θέα των σκούρο μπλε ματιών της.
«Σου έλειψα;» Είχε την περιέργεια να μάθει. Μετά αφήνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη της.

«Καθόλου.» Απαντάει εκείνη, καθαρά με παιχνιδιάρικη διάθεση.

Σπρώχνει μια σγουρή τούφα, πίσω απ' το αυτί της.
«Μμ, φάνηκε.» Λέει πειραχτικά, προκαλώντας ένα σύντομο γελάκι και στους δύο.

Έπειτα, τα χείλη τους ενώνονται ξανά, σε ένα πιο μακρόσυρτο φιλί. Ο Αντρέας προσπαθεί να δείξει την λαχτάρα σου σε αυτή την τόσο μικρή κίνηση, ενώ η Μυρτώ γίνεται λιγάκι άτσαλη.

Μόλις τραβιούνται απ' το φιλί, ο Αντρέας της χαμογελάει τρυφερά, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά της. Η Μυρτώ αισθάνεται την ευτυχία να την κατακλύζει.

«Έλα, πάμε σε κάποιο ξενοδοχείο.» Προτείνει. Τα μάτια του στενεύουν με σκανταλιάρικη διάθεση.

«Τι; Δεν θα με φιλοξενήσεις στο σπίτι σου;» Ακούγεται έκπληκτος, και ταυτόχρονα θιγμένος. Ήθελε να περιεργαστεί τον χώρο όπου μεγάλωσε. Να ψάξει τα αντικείμενα της. Να καταλάβει πως ήταν η παιδική της ηλικία.

«Αν θες να μας πνίξει και τους δυο η Ανθή, τότε, δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα.» Του δίνει ένα επιχείρημα, ανασηκώνοντας δήθεν αδιάφορα τους ώμους της.

Ο Αντρέας το σκέφτεται.
«Αν είναι έτσι... τότε προτιμώ το ξενοδοχείο.» Καταλήγει γρήγορα σε μια απόφαση.

Η Μυρτώ σηκώνει το χέρι του, ώστε να χωθεί κάτω από το μπράτσο του. Χαμογελάνε ο ένας στον άλλον, και φιλιούνται ξανά, στα πεταχτά.

«Πάμε οπουδήποτε θέλεις, αρκεί να είμαστε μαζί.» Δηλώνει εκείνος, με τα σκοτεινά του μάτια, να λάμπουν μέσα στην νύχτα, σαν τα φωτάκια του αεροπλάνου.

Η Μυρτώ χαμογελάει, και του δίνει άλλο ένα πεταχτό φιλί. Περπατούν αγκαλιά, με το χέρι της περασμένο στην μέση του, και με το δικό του γύρω από τους ώμους της.

Μετά από όλη αυτή την καταιγίδα που βίωσε στην Αθήνα, τώρα, μοιάζει να γύρισε σπίτι. Η αγκαλιά της είναι το δικό του καταφύγιο. Ο κοινός τους παράδεισος.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνOù les histoires vivent. Découvrez maintenant