Γιατί το κάναμε αυτό;

126 15 28
                                    

Είναι γυρισμένη στο πλευρό της. Δεν αντέχει να τον κοιτάξει. Πριν από λίγο, πετούσε σε έναν διαφορετικό ουρανό. Τώρα προσγειώθηκε και πάλι στην πραγματικότητα. Τα δάκρυα ξεφεύγουν από τις άκρες των ματιών της. Δεν μετανιώνει που έκαναν έρωτα, μετανιώνει που πρέπει να τον διώξει. Ανόητη, Μυρτώ. Το ήξερες πως ο δεσμός θα γίνει πιο δυνατός!

Εκείνος στηρίζεται στον αγκώνα του, φιλώντας τον γυμνό της ώμο. Τραβάει το πάπλωμα πιο ψηλά, για να την σκεπάσει.

«Δεν μιλάς.» Η φωνή του βγαίνει βραχνή.

Η Μυρτώ κρατάει στην αγκαλιά της το πάπλωμα, σαν να είναι η μοναδική σανίδα σωτηρίας της.
«Γιατί το κάναμε αυτό;» Τα δάκρυα δεν σταματούν να πλημμυρίζουν το πρόσωπο της.

Ο Αντρέας αφήνει ένα φιλί στην καμπύλη του λαιμού της, εισπνέοντας το άρωμα της. Αυτόματα κλείνει τα βλέφαρα, νιώθοντας το άγγιγμα του να ριζώνει μέσα στην ψυχή της.

«Γιατί δεν μπορούμε μακριά ο ένας από τον άλλον.» Απαντάει χαμηλόφωνα. Η ένταση όλων αυτών των ημερών, εξαφανίστηκε μόλις ακούμπησε το σώμα της. Δεν μπορεί να κρυφτεί. Είναι αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της.

«Φύγε, σε παρακαλώ.» Τον εκλιπαρεί, με την φωνή της να σπάει.

Αφήνει μια μακρόσυρτη αναπνοή. Δεν αλλάζει γνώμη. Επιμένει στα ίδια, όμως τώρα... έχει την επιβεβαίωση.
«Αφού αυτό θέλεις.... αυτό και θα κάνω.» Η απάντηση του την ανακουφίζει.
«Τουλάχιστον, φεύγω με μια νότα αισιοδοξίας απόψε.» Δηλώνει, αφήνοντας άλλο ένα φιλί στον λαιμό της.

«Γιατί;» Αναρωτιέται. Αν και φαντάζεται ήδη τον λόγο.

«Γιατί τώρα είμαι σίγουρος ότι μου λες ψέματα.» Απαντάει σιγανά. Η Μυρτώ βουλιάζει όλο και περισσότερο στην θλίψη. Τα δάχτυλα του ακουμπούν στο πηγούνι της, φέρνοντας αργά το πρόσωπο της, στην ίδια ευθεία με το δικό του.
«Με αγαπάς ακόμα. Όσο κι αν το πολεμάς, εγώ το ξέρω.» Λέει, χαμογελώντας της τρυφερά. Ποτέ μου δεν σταμάτησα. Θέλει να του το πει, όμως η γλώσσα της γίνεται κόμπος.

Για μια μοναδική στιγμή, επιτρέπει στον εαυτό της να χαλαρώσει. Να απολαύσει τα λόγια του. Εκείνος σκύβει, και της δίνει ένα απαλό φιλί. Όποτε κλαίει, τα χείλη της γίνονται πιο μαλακά.

«Κι εγώ σ' αγαπώ, Μυρτώ.» Ψιθυρίζει, χωρίς να απομακρύνεται.

Θέλει να του ανταποδώσει όλα αυτά τα λόγια. Θέλει να λιώσει κάτω από τα φιλιά του, χωρίς φόβο, αλλά δεν μπορεί. Απαγορεύεται να παρασυρθεί. Είναι τιμωρία, να βρίσκεται στην αγκαλιά του, και να μην μπορεί να απελευθερωθεί. Όχι μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία με τον Γιώργο.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνWhere stories live. Discover now