Λίγο πριν το ξημέρωμα

104 13 22
                                    

Σέρνει τα χείλη του στο μάγουλο της, μέχρι να ενωθούν με τα δικά της. Σε λίγες ώρες ξημερώνει, και σε λιγότερο από τέσσερις ώρες, έπρεπε να σηκωθούν. Η απόφαση για την Αθήνα, πάρθηκε.

Τα μάτια της μισανοίγουν, πιάνοντας το τρυφερό του βλέμμα, αφοσιωμένο επάνω της.
«Δεν κοιμάσαι;» Αναρωτιέται, στερεώνοντας μια τούφα, πίσω από το αυτί της.

«Δεν μπορώ. Ιδιαίτερα όταν παίζεις με τα μαλλιά μου.» Του χαμογελάει νυσταγμένα.

Ο Αντρέας ρουθουνίζει, γεμάτος εύθυμη διάθεση.
«Καλά. Δικαιολογίες, δεσποινίς Δρακοπούλου.» Την πειράζει, προσπαθώντας να βολευτεί καλύτερα στο πλευρό του.

«Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;» Τον ρωτάει, σέρνοντας το σώμα της όλο και πιο κοντά.

«Ίσως πάσχουμε από το ίδιο σύνδρομο.» Ανασηκώνει με σαρκαστική διάθεση το φρύδι του.

«Τι αστείος που γίνεσαι, αγάπη μου.» Μουρμουρίζει, καθώς ακουμπάει το μάγουλο της στο στήθος του.

Ο Αντρέας φιλάει την κορυφή του κεφαλιού της, ανασαίνοντας το άρωμα της.
«Τι ωραία μελωδία.» Ψιθυρίζει.

«Ποια μελωδία;» Η Μυρτώ τραβιέται ελάχιστα πίσω, κοιτάζοντας τον κατάματα.

Σπρώχνει πίσω τα μαλλιά της, για να βλέπει καθαρά το πρόσωπο της.
«Η φωνή σου. Η χροιά σου. Τα χρώματα που εκπέμπεις.» Μονολογεί, μοιάζοντας να έχει αφαιρεθεί στον κόσμο των σκέψεων του. Εκείνη τον παρακολουθεί.
«Είσαι η πιο ωραία μελωδία που έχω ακούσει, Μυρτώ.» Προσθέτει για το τέλος.

Ένα αυθόρμητο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο της.
«Προσπαθείς τώρα να καθησυχάσεις εμένα, η τον εαυτό σου;» Αναρωτιέται, κάνοντας τον τόνο της λιγάκι πιο παιχνιδιάρικο.

«Γιατί να χρειάζομαι καθησύχαση;» Αναρωτιέται, ενώ της χαμογελάει.

«Ξέρω γω; Μήπως ανησυχείς για κάτι; Μήπως αγχώνεσαι;» Τον ρωτάει, λιγάκι πιο επίμονα.

Ο Αντρέας παίρνει μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας την μετά να ξεφύγει.
«Δε πετάω και την σκούφια μου, η αλήθεια είναι. Αλλά....» Διακόπτει την πρόταση του, τυλίγοντας μια τούφα της, γύρω από τον δείκτη του.
«Εφόσον η απόφαση πάρθηκε από κοινού.» Συμπληρώνει.

Η Μυρτώ τον παρατηρεί για λίγο, με τα μάτια της να λάμπουν. Έπειτα, σκάει ένα γελάκι.
«Είσαι τόσο παιδί.» Σχολιάζει.

Ο Αντρέας χαμογελάει, σκύβοντας προς το πρόσωπο της.
«Πες μου ότι μ' αγαπάς.» Τα λόγια του, της θυμίζουν τον εαυτό της. Τότε, στον αρραβώνα του με την Κατερίνα. Του ζητούσε απελπισμένα μια επιβεβαίωση. Και τώρα την έχει. Τον έχει.
«Πες μου ότι είμαι ο μοναδικός για σένα.» Μουρμουρίζει, αφήνοντας μερικά φιλιά στο πρόσωπο της.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνOù les histoires vivent. Découvrez maintenant