Η παραλία

108 12 11
                                    

Στέκονται στο κατώφλι του σπιτιού. Ο Αντρέας πιάνει μαλακά το χέρι της Ανθής, αποθέτοντας ένα φιλί στην ράχη της παλάμης της.

«Η φιλοξενία σου ήταν υπέροχη.» Τα μάτια του αστράφτουν από ειλικρίνεια.

Η Ανθή του χαμογελάει εγκάρδια.
«Να ξανάρθεις όποτε θέλεις.» Έχει κερδίσει, χωρίς καμιά αμφιβολία, την συμπάθεια της.

Η Μυρτώ, η οποία βρίσκεται δίπλα στον Αντρέα, πιάνει το χέρι του, δένοντας τα δάχτυλα τους μεταξύ τους.

«Πειράζει που θα σε αφήσω μόνη σου κι απόψε;» Την ρωτάει, με μια γκριμάτσα ενοχής στο πρόσωπο της.

«Άντε πήγαινε, παιδάκι μου. Κάνεις τον άνθρωπο τσάμπα και περιμένει.» Την καθησυχάζει γρήγορα με την απάντηση της.

Μπορεί να μην έμαθε απόψε το επώνυμο αυτού του άντρα. Μπορεί να μην έχει ιδέα ποια είναι η οικογένεια του, αλλά σίγουρα, κατάφερε να τον συμπαθήσει.

«Να μου την προσέχεις.» Του το ζητάει σαν χάρη.

Ο Αντρέας χαμογελάει τρυφερά, κοιτάζοντας την Μυρτώ μέσα στα μπλε της μάτια.
«Έχει γίνει σκοπός της ζωής μου, πλέον.» Παραδέχεται, σαν να πρόκειται για δήλωση. Δεν μπορεί να μην του το ανταποδώσει αυτό το χαμόγελο.
«Καλό βράδυ.» Εύχεται για το τέλος στην Ανθή.

Το ζευγάρι περπατά χέρι χέρι ως το αμάξι που νοίκιασε ο Αντρέας. Όπως πάντα, της ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού.

«Πάμε στο ξενοδοχείο;» Της προτείνει.

Η Μυρτώ κοντοστέκεται για λίγο, με το μυαλό της να τρέχει.
«Έχω μια καλύτερη ιδέα.» Του ανακοινώνει.

«Δηλαδή;» Ο Αντρέας κατσουφιάζει.

«Μπες μέσα.» Τον προστάζει, μισοχαμογελώντας.

_______________________________

Περπατούν στην παραλία, με τις πατούσες τους να αφήνουν ίχνη επάνω στην άμμο. Η Μυρτώ προπορεύεται, ενώ ο Αντρέας την ακολουθεί, διασκεδάζοντας φανερά, μαζί της.

«Με έφερες μεσάνυχτα στην παραλία.» Συμπεραίνει.

«Δεν είναι οποιαδήποτε παραλία, κύριε Βρεττέ!» Τον διορθώνει, γυρίζοντας απότομα, ώστε να τον αντικρίσει κατά πρόσωπο.

«Α ναι;» Εκείνος ανασηκώνει το φρύδι του, ως ένδειξη περιέργειας.

Η Μυρτώ χαμογελάει πλατιά, εμφανίζοντας την λευκή της οδοντοστοιχία.
«Σε αυτή την παραλία, έχω περάσει υπέροχες στιγμές.» Του εξομολογείται. Ο Αντρέας πιέζει τα χείλη του σε μια λεπτή γραμμή, προσπαθώντας να φανεί αδιάφορος.
«Με φίλους, εννοώ. Μην παίρνεις το ύφος της ζηλιαρόγατας.»

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνDove le storie prendono vita. Scoprilo ora