Παρηγοριά

98 18 15
                                    

Κάθεται ώρα τώρα μπροστά από το κινητό. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία και τον φόβο της. Έχει νυχτώσει, και εκείνος δεν της έστειλε ούτε ένα μήνυμα. Να μάθει αν είναι καλά, αν έφτασε.

«Τι κοιτάζεις τόση ώρα παιδάκι μου;» Η Ανθή την φέρνει απότομα στη γη.

Αφήνει αστραπιαία το τηλέφωνό στο τραπεζάκι, σαν να την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Δεν έχει σημασία.» Κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να φανεί ανεπηρέαστη. Η Ανθή πηγαίνει και κάθεται στον διπλό καναπέ, ώστε να βρίσκονται κοντά.
«Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;» Την ρωτάει, ελπίζοντας να ξεφύγει από την ανάκριση.

«Τον τελευταίο καιρό έχω αποκτήσει παράξενα κουσούρια.» Της εξομολογείται. Η Μυρτώ νιώθει ένα κύμα άγχους να την διαπερνά.
«Μπορούμε όμως άνετα να κάνουμε μια συζήτηση οι δυο μας.»

«Είναι αργά.» Η απάντηση βγαίνει γρήγορα από τα χείλη της Μυρτώς.

Η Ανθή χαμογελάει.
«Έχω πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Μην ανησυχείς.» Ξέρει ότι προσπαθεί να το αποφύγει. Γνωρίζει τις τακτικές της εγγονής της, καλύτερα και από την παλάμη του χεριού της.

Τα λεπτά περνάνε, και η Μυρτώ έχει κουμπωθεί στον εαυτό της, λες και την έβαλε κάποιος τιμωρία. Η Ανθή καταλαβαίνει πολλά από αυτή την παιδιάστικη έκφραση.

«Υποψιάζομαι ότι κάτι μου κρύβεις.» Σχολιάζει τελικά. Η Μυρτώ την κοιτάει, αλλά δεν βγάζει μιλιά.
«Βρήκες κάποιον.» Ακούστηκε σαν δήλωση.

Η Μυρτώ δεν απαντάει αμέσως. Αργότερα κάνει ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι της. Η Ανθή εκπλήσσεται ευχάριστα που η πρόβλεψη της βγήκε αληθινή.

«Να κι ένα ευχάριστο!» Δηλώνει. Η Μυρτώ στριφογυρνά τα μάτια της, φανερά αδιάθετη να το συζητήσει.
«Δεν θα στα βγάλω με το τσιγκέλι, Μυρτώ.»

«Απλώς δεν θέλω να το συζητήσω. Τουλάχιστον, όχι τώρα.» Απαντάει, με την φωνή της να βγαίνει λιγάκι απότομη.

Η Ανθή κρατάει την σιωπή, μονάχα για ένα λεπτό.
«Άρα υπάρχουν προβλήματα.» Εκφράζει το συμπέρασμα της.

Η Μυρτώ αφήνει ένα επιφώνημα ενόχλησης, πριν εστιάσει, σχεδόν εχθρικά, το βλέμμα της σε εκείνην.
«Ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις, Ανθή.» Και τα κόλπα της δεν θα πετύχαιναν.

«Καλά καλά. Σταματάω.» Παραδίνεται γρήγορα, υψώνοντας τα χέρια της.

Οι δυο γυναίκες βυθίζονται στην σιωπή τους. Το δωμάτιο σκεπάζεται από ένα αμήχανο αίσθημα, το οποίο επηρεάζει περισσότερο την Μυρτώ, παρά την Ανθή.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνDove le storie prendono vita. Scoprilo ora