Ήρθε η ώρα να πληρώσει

103 13 26
                                    


Η Δήμητρα χαζεύει το παιδί της, καθώς κοιμάται στην καρέκλα, με το κεφάλι του να ακουμπά στο στρώμα.

Γεμίζει από θλίψη σε αυτή την εικόνα. Με τρόμο, αρχίζει να αντικρίζει κατάματα τα προβλήματα που δημιούργησαν οι αποφάσεις τους. Ήταν λάθος από την αρχή να χρησιμοποιήσουν τον γάμο της Κατερίνας και του Αντρέα, σαν εγγύηση ενός συμβολαίου. Κι όλα αυτά γιατί; Για ένα δάνειο. Για μερικά χρήματα, κατέστρεψαν ουσιαστικά τα παιδιά τους.

Η Κατερίνα ανοίγει πρώτη τα μάτια, αντικρίζοντας θολά την φιγούρα της Δήμητρας. Δεν την είχαν καταλάβει πως μπήκε. Όλες της οι κινήσεις ήταν αθόρυβες.

«Δήμητρα;» Προφέρει, σαν να μην πιστεύει πως είναι εδώ.

«Πως είσαι;» Ρωτάει με έγνοια.

«Καλύτερα.» Απαντάει, αν και δείχνει ακόμα αδύναμη.

Η προσοχή τους εστιάζεται στον μοναδικό άντρα, μέσα στο δωμάτιο, ο οποίος δεν έχει ξυπνήσει.
«Εδώ κοιμήθηκε όλο το βράδυ;» Αναρωτιέται η Δήμητρα.

«Δεν με άφησε λεπτό μόνη μου.» Την πληροφορεί, με ένα κύμα συγκίνησης να την κατακλύζει. Ποτέ δεν βρέθηκαν τόσο κοντά αυτοί οι δύο. Ποτέ δεν μοιράστηκαν μια τέτοια στιγμή. Ένα βάρος. Κάποια ευτυχία.

Η Δήμητρα παίρνει βαθιά ανάσα.
«Ντρέπομαι να σε κοιτάξω, Κατερίνα.» Της εξομολογείται, εντελώς αυθόρμητα.
«Εν μέρει.... φταίω κι εγώ, για αυτά που τραβάς. Για αυτά που τραβάτε και οι δύο.» Συνεχίζει, προσέχοντας ξανά τον γιο της.

Η Κατερίνα χάνει κάθε ίχνος καλοσύνης από το πρόσωπο της.
«Ο πατέρας μου κουβαλάει την μεγαλύτερη ευθύνη, Δήμητρα.» Δεν έχει σκοπό να την καθησυχάσει από τις τύψεις της. Απλά, ήρθε η στιγμή να δουν όλοι τους την αλήθεια.
«Εκείνος πρέπει να πληρώσει για τις πράξεις του. Και ορκίζομαι πως θα τον κάνω εγώ η ίδια να πληρώσει, για την ζωή του παιδιού μου.»

«Πως;» Η Δήμητρα προβληματίζεται από τα λόγια της.

«Θα βρω έναν τρόπο.» Την διαβεβαιώνει. Η Δήμητρα βλέπει την κοπέλα να πιέζει τα χείλη της, με πείσμα, με θυμό. Μπορεί και με μίσος.

Ο Οδυσσέας σηκώνει απότομα το κεφάλι, σαν να ξύπνησε από ένα κακό όνειρο. Του παίρνει μερικά δευτερόλεπτα για να εκτιμήσει την κατάσταση στο δωμάτιο.

«Μαμά; Πότε ήρθες;» Αναρωτιέται.

«Μόλις.» Αποκρίνεται, χαμογελώντας. Είναι φανερό πως έχουν ηρεμήσει. Άλλωστε, υπάρχουν πιο σοβαρά πράγματα για να ασχοληθούν, την δεδομένη στιγμή.
«Θέλεις να σου φέρω λίγο καφέ;» Τον ρωτάει.

Αγγελικά πλασμένοι: Η οργή των αγγέλωνTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang