κεφαλαιο 75

503 34 3
                                    

φόρεσε το παλτο του,και βγηκε εξω στον παγωμένο καιρο κοβωντας μερικα ξύλα,σκούπισε τον παγωμένο ιδρώτα του και σηκωσε το βλεμμα του
Στον ουρανο,ειχε κιολας αρχίσει να χιονιζει κατι που τον εκανε να χαμογελάσει,μετα απο πολυ καιρο σχηματιστηκαν ρυτίδες ευτυχίας επάνω στο κενό απο συναισθήματα προσωπο του,και τα ιδια του τα ματια πειραν ενα περιεργο χρωμα απ'το σκοτεινό,που τα κυρίευσε...

άρχισε να τουρτουριαζει,τα δόντια του ,ακουμπούσαν μεταξύ τους κανοντας τον χαρακτηριστικό εκεινο ηχο,τυλιξε καλυτερα το κασκόλ στο προσωπο του περνοντας μια βαθια ανασα και υστερα σηκωσε τα βαριά ξύλα στην αγκαλια του ,έτοιμος να επιστρέψει στην καλυβα τους...

καθοταν διπλα απο την ζεστασια του τζακιού,αφηνοντας το να της χαρίσει συντροφιά και θερμότητα στο παγωμενο κορμι της,το οποίο το ειχε αναγκη....εκλεισε την χνουδωτη ρόμπα της και έβαλε τις παντόφλες της,πηγαίνοντας έως το κρεβατακι της κορούλας της ,και βαζωντας την στη ζέστη αγκαλια της περπάτησε έως το παραθυρο,ειχε μολις ξυπνήσει και ο αντρας που αγαπουσε δεν ηταν μεσα στο σπιτι,δεν ήταν πουθενά,ηταν εξω,μπροστα της,και έκοβε ξυλα με ενα ευτυχισμένο χαμογελο,φαινόταν το σώμα του να τρέμει απο το κρύο,ενώ έδεσε το κασκόλ του γύρω από το πρόσωπο του ......

οταν γυρισε για να επιστρέψει,τα ματια του επεσαν στα δικα της κανοντας την παγωμένη του καρδια απ'το κρύο,να νοιώσει μια περίεργη ζεστασια,τα ματια του ανοιξαν διαπλατα,με αποτέλεσμα να ρίξει μερικά ξύλα στα ποδια του,ενοιωθε πως δε μπορουσε να σηκώσει ουτε το ιδιο του το σωμα κοιτάζοντας την...

αφησε την κορη της στη κουνια της,καθως η καρδιά της χτυπούσε ανεξέλεγκτα και ετοιμάστηκε να ανοίξει την πορτα τρεχωντας....

κοιταξε απορημένος το παραθυρο καθως εκεινη φάνηκε να φεύγει,εσκυψε το σωμα του πιάνοντας ενα ενα τα ξυλα που προσγειώθηκαν στο εδαφος οταν ενοιωσε ενα απαλο σωμα να πεφτει στο δικο του,κοιταξε τα αστραφτερά μεγάλα ματια της,τα οποια φαινονταν ευτυχισμένα και ερωτευμένα κοιτάζοντας τον ,τα μαγουλα της είχαν γίνει ροδοκοκκινα ενω το μονο που φορούσε ηταν η ρομπα της,τα φρυδια του εσμιξαν ενώ αφησε ολα τα ξυλα κατω...

"γιατι βγήκες εξω γυμνή; θα κρυώσεις"

κοιταξε τον εαυτό της και υστερα τα σοβαρά ματια του,ενώ διχως να μπορεί να κρατηθει ξεκαρδιστικε στα γελια..

Ο ΑΛΗΤΗΣ ΤΗΣ..Donde viven las historias. Descúbrelo ahora