HR: #1 in Teen Fiction
«Σου δίνω είκοσι μέρες.»
Η δεκαεπτάχρονη Ζωή λαμβάνει ένα προσωπικό της βίντεο που έχει διαρρεύσει σε όλους τους μαθητές του σχολείου της, με αποτέλεσμα να βρεθει στο επίκεντρο της προσοχής.
Δέχεται απειλές από τον πατριό της...
Ops! Esta imagem não segue nossas diretrizes de conteúdo. Para continuar a publicação, tente removê-la ou carregar outra.
ᴅᴀʏ sɪx
Πονάω παντού.
Άνοιξα τα μάτια μου. Εδώ κοιμήθηκα;
Σηκώθηκα απότομα και το μετάνιωσα κατευθείαν.
Πονάει το κεφάλι μου. Στήριξα το σώμα μου επάνω σε ένα δέντρο.
Δεν θυμάμαι τίποτα από χθες, δεν ξέρω καν που είμαι. Δεν είναι κανένας εδώ. Είναι τρεις το μεσημέρι και δεν έχει ψυχή.
Αν είχα μια φυσιολογική οικογένεια, θα είχα πολλές κλήσεις απο την μητέρα μου, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση έχω τρείς από τον Αχιλλέα. Ίσως του στείλω μετά.
Μετά απο πολύ σκέψη, μου ήρθε μια ιδέα—κάτι πολύ οερίεργο για εμένα.
Ενεργοποίησα το GPS για να εντοπίσω την τοποθεσία μου, συνειδητοποιώντας οτι βρίσκομαι σχεδόν μια ώρα με τα πόδια από το σπίτι μου.
Υπέροχα.
Θα καλούσα ταξι, αλλά δεν έχω λεφτά. Έχω μόνο κατι ψιλά, τα οποία δεν αρκούν ούτε για ένα μπουκάλι νερό.
Αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου για να απολαύσω τις ομορφιές της πόλης μου.
Γέλασα. Δεν θα αντέξω ούτε καν μέχρι το επόμενο στενό.
Οι χάρτες με βοήθησαν να περπατήσω μέχρι τον κεντρικό, από εκεί και πέρα ξέρω καλα τον δρόμο.
Έβγαλα τα τακούνια και τα πέταξα. Βαρέθηκα να τα κρατάω, με πέθαιναν.
Περπατούσα χωρίς παπούτσια και με κοιτούσαν περίεργα. Ηλίθιος κόσμος, ασταμάτητοι σχολιασμοί.
Σταμάτησα σε ένα πάρκο για να ξεκουραστώ. Καιρό έχω να έρθω εδω.
Ερχόμασταν εδώ με τον Αχιλλέα και τον μικρότερο του αδερφό, τον Πάρη.
Περνούσαμε όμορφα. Γέλασα στην ανάμνηση μου να πέφτω απο την κούνια και τα αγόρια να γελάνε.