"Θα γυρίσω σε λίγο. Θα μείνεις εδω;"
Ρώτησα τον πατέρα μου που έτρωγε στην κουζίνα.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και ανακουφίστηκα. Δεν ξέρω σε τι κατάσταση θα βρίσκομαι όταν επιστρέψω.
Με εκνευρίζει που έρχεται συνεχώς σπίτι, αδειάζει το ψυγείο και μετά εξαφανίζεται παρατώντας τα πιάτα με τα αποφάγια του σε διάφορα μέρη του σπιτιού.
Τουλάχιστον αυτός με επισκέπτεται, έστω για να φάει. Καμία σχέση με την μάνα μου που με έχει ξεγράψει τελείως. Βέβαια θα μπορούσα να το εκλάβω ως εκμετάλλευση αυτό, αλλά πιστεύω οτι δεν με εκμεταλλεύεται πλήρως. Νοιάζεται για εμένα.
Νευριασμένη με τις σκέψεις μου, έκλεισα με δύναμη την πόρτα. Θέλω να ξεσπάσω, ανυπομονώ να φτάσω στο μέρος.
Περπατάω στα σκοτεινά στενά της νυχτερινής Αθήνας. Έχει ησυχία. Μα καλά, δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε νωρίτερα; Η ώρα είναι σχεδον 23:30 το βράδυ και εγω κυκλοφορώ εξω, μόνη μου.
Μου έδωσε μερικές οδηγίες για να φτάσω στο σημείο συνάντησης. Έχω πάρει μερικά λεφτά μαζί μου, ίσως μου ζητήσει.
Δεν ακούγεται κανένας θόρυβος, μόνο τα έξαλλα γαβγίσματα των σκυλιών. Σε περίπτωση που δεν το έχω αναφέρει ξανά, φοβάμαι τα σκυλιά.
Ναι, μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά ειδικά τα μεγάλα σκυλιά δεν θέλω να τα βλέπω. Φοβάμαι πως θα ορμήξουν καταπάνω μου και θα με σκίσουν.
Ξέφυγα λίγο.
Στρίβω στο επόμενο στενό, μετά από ένα δεκαπεντάλεπτο περπάτημα.
Συνειδητοποίησα οτι έφτασα όταν τον εντόπισα. Ντυμένος στα μαύρα, κοιτούσε προς την απέναντι πλευρά ενω μιλούσε σε κάποιον.
Δεν θυμάμαι καλά το πρόσωπο του, αφού ήμουν μεθυσμένη τότε, αλλά είμαι σίγουρη οτι είναι αυτός.
Τον πλησιάζω και αντιλαμβάνομαι πως ίσως πρόκειται να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωης μου.
YOU ARE READING
Είκοσι Μέρες
Teen FictionHR: #1 in Teen Fiction «Σου δίνω είκοσι μέρες.» Η δεκαεπτάχρονη Ζωή λαμβάνει ένα προσωπικό της βίντεο που έχει διαρρεύσει σε όλους τους μαθητές του σχολείου της, με αποτέλεσμα να βρεθει στο επίκεντρο της προσοχής. Δέχεται απειλές από τον πατριό της...