ᴅᴀʏ sᴇᴠᴇɴ
"Δεν καταλαβαίνω γιατί με έφερες εδώ."
Είπε αγανακτισμένος, μιας και τον τραβολογάω στο εμπορικό—δίχως την θέλησή του φυσικά.
"Πρέπει να πάρω μερικά πραγματάκια."
Είπα ενθουσιασμένη.
"Εδω είμαστε."
Δήλωσα και σταματήσαμε.
"Αλήθεια τώρα;"
"Μην φωνάζεις, απλά περίμενε με εδώ Μην φύγεις."
Είπα απειλητικά και μπήκα μέσα στο μικρό μαγαζί, όπου αγόρασα μερικά σπρέι σε διάφορα χρώματα. Ο χώρος ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένος, γεμάτος διάφορα σχέδια από γνωστούς καλλιτέχνες. Πλήρωσα και βγήκα από το μαγαζί.
Αφού σκάναρα τον χώρο γύρω μου, συνειδητοποίησα ότι ο Αχιλλέας δεν καθόταν εκεί που τον άφησα. Σιγά μην καθόταν εκεί.
Έβγαλα το κινητό μου και τον πήρα τηλέφωνο.
"Που είσαι;"
Ρώτησα, στην προσπάθεια μου να τον εντοπίσω μόνη μου—μάταιη η προσπάθεια.
"Πίσω σου."
"Αχιλλέα κόψε τις—"
Ένα δυνατό τράνταγμα με διέκοψε και μου έπεσε το κινητό από τα χέρια.
"Αν έσπασε θα σε σκοτώσω."
Τον κοίταξα και γελούσε.
Μάζεψα το κινητό μου από το πάτωμα και σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.
"Τρόμαξα."
Είπα και έπιασα την καρδιά μου. Η αντίδραση του ήταν αναμενόμενη, γελούσε με την ανώριμη συμπεριφορά του.
"Τι πήρες;"
Με ρώτησε, προσπαθώντας να δει τι έχει μέσα η σακούλα.
"Θα δεις."
Τον τράβηξα από το μανίκι προς την έξοδο και τον άκουσα να βρίζει ψιθυριστά πίσω μου. Προσπάθησα να μην γελάσω. Τον λυπάμαι λίγο, αλλά δεν ήθελα να πάω μόνη μου. Παρόλο που είχα αποφασίσει να τον απομακρύνω από κοντά μου, αναίρεσα κατευθείαν την απόφαση μου αυτή. Κάτι με έλκει συνεχώς κοντά του.
أنت تقرأ
Είκοσι Μέρες
أدب المراهقينHR: #1 in Teen Fiction «Σου δίνω είκοσι μέρες.» Η δεκαεπτάχρονη Ζωή λαμβάνει ένα προσωπικό της βίντεο που έχει διαρρεύσει σε όλους τους μαθητές του σχολείου της, με αποτέλεσμα να βρεθει στο επίκεντρο της προσοχής. Δέχεται απειλές από τον πατριό της...