Παρελθόν
«Τρέξε, Βαλέρια»παροτρύνω την φίλη μου να τρέξει γρήγορα.
«Θα σας σκοτώσω, πουτάνες»φωνάζει εξοργισμένος αυτός που μας κυνηγάει μέσα στα σκοτεινά σοκάκια της Ρώμης.
«Δεν μπορώ άλλο να τρέξω, Εύα»λέει η φίλη μου λαχανιασμένη. Λυγίζει ελαφρά τα γόνατα της ακουμπώντας τα χέρια της πάνω στο τοίχο προσπαθώντας να πάρει ανάσα. «Δεν θα μπορέσουμε να του ξεφύγουμε»συμπλήρωσε και εγώ παίρνω το χέρι της τραβώντας την να φύγουμε από εκεί το συντομότερο γιατί άμα μας πιάσει θα μας σκοτώσει.
«Πρέπει! Σήκω»συνεχίζω να την παροτρύνω για να φύγουμε και ταυτόχρονα κοιτάζω προς το μέρος του ανθρώπου που μας κυνηγάει. Ξεροκαταπίνω μόλις διακρίνω την φιγούρα του κάτω από την λάμπα μιας κολώνας και μου κόβεται η ανάσα το πόσο κοντά μας βρίσκεται.
Κάνω τον σταυρό μου και προσεύχομαι να γίνει ένα θαύμα έτσι ώστε να ξεφύγουμε από αυτόν.
«Σήκω!»ψιθυρίζω στην φίλη μου.
«Δεν μπορώ, φύγε εσύ να σωθείς. Θα τον καθυστερήσω».είπε βήχοντας.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω. Σήκω!»επιμένω και ρίχνω ματιές προς το μέρος του που μας ψάχνει.
«ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ, ΓΑΜΗΜΕΝΕΣ»φωνάζει και πυροβολεί ψηλά στον ουρανό κάνοντας μας να ουρλιάξουμε.
Μόλις μας ακούει εκείνος τρέχει γρήγορα προς το στενό που έχουμε κρυφτεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω την Βαλέρια από το χέρι της τραβώντας την να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μακριά από τον κάθαρμα που μας κυνηγάει.
Τρέχουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα και συνεχώς γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω για να κοιτάξω προς τον άντρα που μας κυνηγάει. Είναι πολύ κοντά μας και βάζοντας όσο μπορώ περισσότερη δύναμη στα πόδια μου έτσι ώστε να τρέξω πιο γρήγορα με την Βαλέρια να την κρατάω από το χέρι αλλά κάποια στιγμή εκείνη σκοντάφτει με αποτέλεσμα να πέσει στο πλακόστρωτο δρόμο.
Την κοιτάζω πανικόβλητη φωνάζοντας «ΣΗΚΩ!»και κοιτάζω προς το μέρος του άντρα.
Εκείνη λαχανιασμένη λέει «Δεν μπορώ άλλο, Εύα. Φύγε! Τουλάχιστον να σωθείς εσύ!».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω!»είπα πιάνοντας το καρπό της.
Εκείνη αποτραβιέται από τη λαβή του χεριού μου λέγοντας «Φύγε! Θα τον καθυστερήσω».
«ΌΧΙ!»φωνάζω και ακούγεται ένας πυροβολισμός που μου τρυπάει τα αυτιά.
Γυρίζω τρομαγμένη προς το μέρος του ήχου από τον πυροβολισμό και βλέπω τον άντρα να μας πλησιάζει.
«Σε παρακαλώ πολύ, φύγε».επιμένει η φίλη μου και σηκώνεται πάνω από το πλακόστρωτο δρόμο.
«Βαλέρια, έλα μαζί μου»επιμένω τείνοντας το χέρι μου προς το μέρος της.
Εκείνη κουνάει αρνητικά το κεφάλι της και μόλις σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της τρέχει προς την κατεύθυνση του άντρα. «ΤΡΕΞΕ!»την ακούω να φωνάζει και απομακρύνεται από δίπλα μου.
Κοιτάζω έντρομη προς το μέρος της και νιώθω τα πόδια μου να έχουν κολλήσει πάνω στο δρόμο και δεν ξέρω τι να κάνω. Να την ακολουθήσω ή να φύγω για να σωθώ;
Ακούω άλλο έναν πυροβολισμό και ένα σιγανός ψίθυρος βγαίνει μέσα από τα χείλια μου «Βαλέρια.».
«ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΛΙΟΠΟΥΤΑΝΑ; ΒΓΕΣ! ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΦΙΛΗ ΣΟΥ»φωνάζει το κάθαρμα κάνοντας με να κλείσω το στόμα μου με το χέρι μου.
«ΒΓΕΣ,ΓΑΜΗΜΕΝΗ!»φωνάζει και ακούγεται άλλος ένας πυροβολισμός κάνοντας με να συνειδητοποιήσω ότι πρέπει να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ μακριά του για να σωθώ.
Βάζω όσο περισσότερη δύναμη μπορώ στα πόδια μου και τρέχω μακριά του. Τρέχω, τρέχω μέσα από τα σκοτεινά σοκάκια και συνέχεια να κοιτάζω προς τα πίσω ώσπου συγκρούομαι με δύναμη πάνω σε κάποιον.
«Τι έπαθες κοπέλα μου;»ακούγεται η φωνή του άγνωστου άντρα.
Γυρίζω προς το μέρος του λέγοντας του «Σας παρακαλώ πολύ, βοηθήστε με! Με κυνηγάει ένας άγνωστος άντρας για να με σκοτώσει».και δείχνω προς το μέρος του άντρα.
Ο άγνωστος μεσήλικας άντρας κοιτάζει εκεί που δείχνω και γυρίζοντας το κεφάλι του σε εμένα κοιτάζοντας με κατάματα λέει με μια ήρεμη φωνή «Μην ανησυχείς, κοπέλα μου, είμαι αστυνομικός».
Εκείνη τη στιγμή νόμιζα ότι η τύχη μου χαμογέλασε και ότι ο Θεός για μια φορά με λυπήθηκε αλλά δεν γνώριζα ότι πίσω από αυτά τα γυαλιά και τα καλοσυνάτα μάτια κρύβεται ο ίδιος ο διάβολος. Δεν ήξερα ότι θα μπλέξω σε μια κατάσταση που στο μέλλον δεν θα ήξερα πως να ξεφύγω.
*Περιμένω τα σχόλια σας!
Και αυτός εδώ είναι ο Ματεο! 😎😈😉