Παρόν
Πώς μπόρεσα και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω ευτυχισμένη όπως οι περισσότερες γυναίκες πάνω στη γη. Με ποιο δικαίωμα σκέφτηκα ότι και εμένα θα μπορούσε να με αγαπήσει ένας άντρας τόσο απόλυτα και αμετάκλητα; Όχι, δεν το αξίζω. Έτσι μου είχαν πει. Με αυτό έμαθα να ζω. Μου είχαν πει ότι είμαι μια μαριονέτα και πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα κινεί τα νήματα. Αυτός ο κάποιος που θα μου επιβάλει με ποιον θα κάνω έρωτα, το ποιον θα αγαπήσω, το τι θα φορέσω, τι θα φάω, τι θα πιω, τι ώρα θα κοιμηθώ και τώρα το ποιον θα παντρευτώ. Ο λόγος; Απλά επειδή έτσι γουστάρουν αψηφώντας τα δικά μου θέλω. Όμως κάποτε υπήρξα, κατά κάποιο τρόπο, ευτυχισμένη. Φυσικά μπορεί εγώ να τα έβλεπα έτσι όπως κάθε μικρό κορίτσι που δεν μπορεί καν να φανταστεί τη πραγματική σκληρή όψη της ζωής.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα δέκα μου χρόνια στη πιο υποβαθμισμένη και τριτοκοσμική συνοικία της Νάπολης, τη Σκάμπια. Η γειτονιά αυτή με τις τεράστιες πολυκατοικίες η οποία φιλοξένει πολλές οικογένειες και η οποία κατέληξε να είναι γκέτο. Η περιοχή αυτή που σε κάθε πλατεία και σημείο της πωλούνται τα ναρκωτικά σαν τις καραμέλες. Αυτή η συνοικία που μόλις βγεις μέσα από το διαμέρισμα σου θα βρεις ανθρώπους να είναι πεσμένοι κάτω με τη σύριγγα στο χέρι. Εκεί οι άνθρωποι δεν διστάζουν μπροστά στα μάτια σου εν ψυχρώ να σκοτώσουν τον άλλον επειδή έχασαν σε μια πίστα από ένα βιντεοπαιχνίδι. Όμως υπάρχει και η καλή πλευρά της Νάπολης. Είναι η πιο όμορφη πόλη της Ιταλίας. «Δες τη Νάπολη και ύστερα μπορείς να πεθάνεις»λέει μια ιταλική παροιμία. Με τα πολύχρωμα σοκάκια της, το λιμάνι της και τα νόστιμα φαγητά της δεν αφήνουν κανέναν τουρίστα αδιάφορο.
Οι γονείς μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Σκάμπια. Τα διαμερίσματα τους ήταν δίπλα-δίπλα και μεγαλώνοντας ερωτεύτηκαν. Η μητέρα μου πάντα έλεγε ότι από μικρή ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ήταν ένα όμορφο μελαχρινό αγόρι ο οποίος της φερόταν πάντα όμορφα και με σεβασμό αλλά τελικά η μοίρα είχε αλλά σχέδια για εκείνους. Όπως κάθε αγόρι που μεγάλωσε σε αυτή τη συνοικία είναι αναπόφευκτο να μη γίνει βαποράκι. Από τα δεκατέσσερα του ο πατέρας μου διακινούσε ναρκωτικά, είχε όπλο και όταν χρειαζόταν δεν δίστασε να σκοτώσει. Όλα κυλούσαν ομαλά και οι γονείς μου ήταν ερωτευμένοι κάθε μέρα όλο και περισσότερο ώσπου όλη αυτή η ευτυχία χάθηκε μέσα σε μια νύχτα. Ο μεγάλος Δον Αντόνιο Βερντόνε δολοφονήθηκε αφήνοντας το θρόνο χωρίς βασιλιά επειδή ο μόνος από του τρείς γιους που βρισκόταν εν ζωή ήταν στη φυλακή. Κάποιοι το εκμεταλλεύτηκαν αυτό το ότι δεν υπάρχει κάποιος βασιλιάς με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους βετεράνους και τους νεότερους που ήταν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης του Δον Βερντόνε. Μια ομάδα ανταρτών ,με ηλικίες 16 έως 20 χρόνων εκμεταλλεύτηκαν το θάνατο του μεγάλου και έχοντας μεγάλες προσδοκίες αποφάσισαν να πάρουν τα ηνία του Σεκοντιλιάνο αλλά δυστυχώς απέτυχαν. Μέσα σε αυτή τη ομάδα ήταν και ο πατέρας μου ο οποίος όταν σκοτώθηκε ήταν μόλις 19 χρόνων αφήνοντας τη μητέρα μου μόνη με ένα μωρό μέσα στη κοιλιά της.