Παρόν
Στέκομαι και κοιτάζω εκστασιασμένος το πρόσωπο της μέσα από το πορτραίτο. Ένα στεφάνι από κόκκινα τριαντάφυλλα σαν στέμμα βρίσκεται γύρω από το κεφάλι της. Με τα μαύρα μαλλιά της να είναι λυτά, με τις άκρες τους να κάνουν κύμα και έτσι όπως πέφτουν καλύπτουν το γυμνό στήθος της.
Ξεροκαταπίνω βλέποντας αυτό το έργο τέχνης. Με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ να περνάει από δίπλα μου έναν σερβιτόρο κρατώντας έναν δίσκο γεμάτο ποτήρια με σαμπάνιες. Σταματάει δίπλα μου και αφού παίρνω το ποτήρι με το αφρώδες οίνο το κατεβάζω μονορούφι. Παίρνω άλλο ένα ποτήρι κάνοντας τον σερβιτόρο να με κοιτάξει περίεργα και ύστερα κατέβασα και αυτό μονομιάς.
"Τι έχεις να πεις, Ματεο,για αυτό το αριστούργημα; ". ακούω δίπλα μου τη φωνή του Νίνου να λέει περιπαιχτικά.
Καθώς κοιτάζω το λάγνο βλέμμα της μέσα από το πορτραίτο σκέφτομαι πόσα χρόνια θα κάνω άμα διαπραξω φόνο. "Πρώτον σκέφτομαι πολύ σοβαρά να σε δολοφονήσω"ψιθυρίζω χωρίς να έχω πάρει το βλέμμα μου μέσα από το πίνακα και εκείνος γελάει. "Και δεύτερον πόσο κοστίζει ο πίνακας; "συμπλήρωσα.
"Σιγά τα αίματα, φίλε μου"απαντάει με τη φωνή του να υποδηλώνει το πόσο διασκεδάζει με τη οργή μου.
Γυρίζω το κεφάλι για να τον κοιτάξω και στενεύοντας τα μάτια μου του λέω "Λεγε τώρα πόσο κοστίζει;".
Καθώς περιεργάζομαι το μαλακισμένο ύφος του εκείνος κάνει πως σκέπτεται κάνοντας τη υπομονή μου να εξαντλείται. "Λεγε ρε μαλάκα". είπα υψώνοντας ελάχιστα το τόνο της φωνής μου.
Εκείνος με ένα πλατύ χαμόγελο απελευθερώνει τα μάτια του από τα γυαλιά και έπειτα βγάζει μέσα από τη τσέπη του παντελονιού του το ειδικό μαντηλάκι έτσι ώστε να καθαρίσει το τζάμι τους. Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά σιγομουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια μου όλες τις βρισιές που υπάρχουν και έπειτα το βλέμμα μου γυρίζει να κοιτάξει την Εύα, της οποίας η προσοχή είναι εστιασμένη πάνω στους άλλους πίνακες.