Με τα δυο μου χέρια να κρατώ την κούπα με το αρωματισμένο τσάι στεκόμουν στη βεράντα του σπιτιού μου κοιτάζοντας τη δαντελωτή ακτή της Κόστα Βέρντε της Σαρδηνίας. Μόλις ήπια μια γουλιά από το ζεστό υγρό ένιωσα την γεύση της μέντας, του πορτοκαλιού και της κανέλας μέσα στο λαρύγγι μου. Ήμουν πολύ χαρούμενη που ανακάλυψα αυτό το μέρος και συγκεκριμένα αυτό το εγκαταλειμμένο σπίτι, που κάποτε πρέπει να ήταν αρχοντικό, και με λίγα λεφτά που είχα στη άκρη κατάφερα να το ανακαινίσω. Κοιτάζοντας μπροστά μου αναστέναξα θλιμμένα και σκέφτηκα πόσο άλλαξε η ζωή μου τους τελευταίους μήνες.
Δεν ήμουν περήφανη για το παρελθόν μου αλλά αναγκάστηκα να μπω σ' ένα παιχνίδι το οποίο στην αρχή μου φαινόταν απλό αλλά στο τέλος το πλήρωσα πολύ ακριβά. Ένιωσα τα δάκρυα μου να μαζεύονται γύρω από τα μάτια μου και ύστερα τα άφησα ελεύθερα να τρέξουν πάνω στα μάγουλα μου. Εδώ κι εννέα μήνες δεν σταμάτησα να κλαίω κάθε μέρα. Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο και να διορθώσω τα λάθη μου θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήθελα να κοροϊδέψω τον άντρα που αγάπησα με όλο μου το είναι αλλά ούτε και να τον πληγώσω απλά δεν είχα άλλη επιλογή. Όμως δεν με άφησε να του εξηγήσω. Με έδιωξε από το σπίτι του φωνάζοντας μου το ποσό ξεδιάντροπη ήμουν. Δεν ήμουν. Μου έστησαν παγίδα.
Αφού σκούπισα τα δάκρυα μου μπήκα μέσα στο σπίτι και καθώς συνέχιζα να είμαι χαμένη μέσα στις σκέψεις μου με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα μια αντρική φιγούρα να στέκεται κάτω από το κατώφλι της πόρτας.
«Ματέο;», τραύλισα και η κούπα γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου.
«Νόμιζες ότι θα μπορούσες να κρυφτείς;», μου απάντησε θυμωμένος και τον κοίταξα έντρομη. «Ήρθα να πάρω αυτό που μου ανήκει». δήλωσε και έκανα ένα βήμα μπροστά έτσι ώστε να τον εμποδίσω να εισχωρήσει πιο μέσα. Με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα κάνοντας την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή από φόβο. «Κάνε στην άκρη, Εύα», με απείλησε και έκανε ένα βήμα μπροστά και βρεθήκαμε αντικριστά. Το απειλητικό ύφος του με τρόμαζε αλλά δεν τον φοβόμουν. Δεν υπήρχε περίπτωση να του επιτρέψω να πάρει ότι πιο πολύτιμο είχα στη ζωή μου. Τα χέρια του γράπωσαν δυνατά το μπράτσο μου ταρακουνώντας με ολόκληρη. Με πονούσε αλλά δεν με ενδιέφερε. Δεν θα έμπαινε μέσα. «Κάνε στην άκρη», φώναξε έξαλλος και με έσφιξε πιο δυνατά κάνοντας με να μορφάσω από τον πόνο.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να μου την πάρεις!», φώναξα θυμωμένη ενώ εκείνος συνέχιζε να με πονάει ώσπου ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού, της δικής μας κόρης.