Παρόν
Με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη μου περπατώ πάνω κάτω το γραφείο περιμένοντας το γιατρό που βρίσκεται πάνω στο δωμάτιο και εξετάζει την Εύα. Όταν την είδα να πέφτει κάτω στο πάτωμα για μια στιγμή πίστεψα ότι είναι ένα από τα κόλπα της αλλά μόλις διαπίστωσα ότι όντως είχε χάσει τις αισθήσεις της αμέσως την πήρα μέσα στα χέρια μου μεταφέροντας την μέσα στο δωμάτιο της. Χωρίς δεύτερη σκέψη κάλεσα τον οικογενειακό μας γιατρό και τώρα εδώ και μισή ώρα περιμένω.
Με έναν βαρύ αναστεναγμό συνεχίζω να περπατώ πάνω κάτω και ξεκινάω να χάνω τη υπομονή μου. Πλησιάζω το γραφείο και σβήνω με δύναμη το τσιγάρο μέσα στο τασάκι. Ίσως το παρατράβηξα που της μίλησα με αυτό το τρόπο αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα τη προδοσία της. Ακόμα και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να πιστέψω ότι μια γυναίκα κατάφερε να με ξεγελάσει πουλώντας μου έρωτα ενώ όλα ήταν ένα σχέδιο για να με κλέψει και το χειρότερο ήταν ότι την έπιασα με τον ίδιο μου τον αδελφό στο κρεβάτι. Κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές μόλις μου έρχεται στο νου αυτή η εικόνα και με μια κίνηση πετάω στο πάτωμα όλα τα πράγματα που βρίσκονται πάνω στο ξύλινο γραφείο.«Που να σε πάρει»,βλασφημώ μέσα από τα δόντια μου.
Οι σκέψεις μου διακόπτονται από το χτύπημα της πόρτας.
«Περάστε!»λέω και γυρίζω προς το μέρος της πόρτας. Η πόρτα ανοίγει και μέσα μπαίνει η Πατρίτσια.
«Αγόρι μου, ο γιατρός σε περιμένει»λέει η Πατρίτσια και η ματιά της περνάει και σταματάει στα πεταμένα πράγματα. «Τι συνέβη;»συμπλήρωσε ανήσυχα.
«Τίποτα!»λέω απότομα και ξεκινάω να προχωράω προς τη έξοδο «Άμα μπορείς μάζεψε τα»πρόσθεσα και βγήκα μέσα από το γραφείο για να πάω να βρω τον γιατρό.
Τον γιατρό τον βρήκα να με περιμένει στο καθιστικό. Μόλις μπήκα μέσα αμέσως τον ρωτάω «Πως είναι η Εύα;».