2

247 17 0
                                    

Περπατάω ανέμελη κατά μήκος του ποταμού Κηφισού, εκεί όπου έπεσε το αμάξι της μαμάς μου. Κοιτάζω σε όλη την έκταση της γέφυρας, της οποίας το ύψος δεν είναι υπερβολικό, όμως δεν διακρίνω κανένα αμάξι. Ο αέρας φυσάει σαν τρελός και αναγκάζει τα μαλλιά μου να πέσουν λυσσασμένα στο πρόσωπό μου. Με το που τα απομακρύνω από τα μάτια μου βλέπω το ασημί αμάξι της μαμάς μου να βουτάει από την γέφυρα πέφτοντας στον πυθμένα του ποταμού. Τρέχω με όλη μου την δύναμη και παραδόξως φτάνω εγκαίρως την στιγμή που η μαμά μου βγαίνει με το ζόρι από το αμάξι και πασχίζει να με πλησιάσει για να αρπάξει το απλωμένο χέρι μου. Ξαφνικά το αριστερό πόδι της κολλάει σε ένα στενό σημείο του παραθύρου και στα μάτια της είναι εμφανής η ταραχή. Παλεύει με το αντίθετο ρεύμα κάνοντας μεγάλες απλωτές για να παραμείνει η μύτη της στην εξωτερική επιφάνεια όμως δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά. Απλώνει το ένα της χέρι αλλά δεν μπορεί να με φτάσει.

"Λήδα βοήθησε με." η φωνή της βγαίνει βεβιασμένα και ακούγονται οι μπουρμπουλήθρες από το στόμα της. Το πρόσωπο της αρχίζει να γίνεται μοβ δείχνοντας μου πως το οξυγόνο δεν της επαρκεί. Το φως που πέφτει κατά πάνω της από την κολόνα την κάνει να φαίνεται ακόμη πιο ταλαιπωρημένη. Κοιτάζω γύρω μου μήπως διακρίνω κάποιον περαστικό προκειμένου να μας βοηθήσει όμως η νύχτα τους έχει εξαφανίσει όλους. Η γη έχει ρίξει το σκοτεινό πέπλο της και δεν μου επιτρέπει να σώσω τον σημαντικότερο άνθρωπο στη ζωή μου. 

"Μαμά μην μ'αφήνεις."  αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που ακούει από μένα και χάνεται στον μαύρο πυθμένα του ποταμού. 


"Αααα!" φωνάζω και πετάγομαι τρομαγμένη από τα χοντρά σκεπάσματά μου. Το στήθος μου πάλλεται νευρικά κάνοντας τις ανάσες μου γρήγορες και διακεκομμένες. Τα χέρια μου αρχίζουν να τρέμουν και εγώ σκουπίζω τα δάκρυα που λογικά μου ξέφυγαν στην διάρκεια του ονείρου. Φυσικά κάθε βράδυ αυτό το πράγμα ονειρεύομαι. Την βλέπω να υποφέρει όμως είμαι ανίκανη να την βοηθήσω. Καταλήγει νεκρή όπως και στην πραγματικότητα. Με σιχαίνομαι για την απραγία μου. Θέλω τόσο πολύ να την σώσω και να επιστρέψει σε μένα αλλά δεν καταφέρνω τίποτα απολύτως. Μακάρι όμως αυτό να ήταν μοναχά ένα όνειρο κι όχι ένα βίωμα. Δεν θέλω να είμαι ορφανή. Θέλω πίσω την μητέρα μου. 

Πετάω στην άκρη το λουλουδένιο μου πάπλωμα βγάζω το ένα μου πόδι και κατεβάζω το μπατζάκι της πιτζάμας διότι κρυώνω και σηκώνομαι από το κρεβάτι. Το άσπρο μου χαλί ζεσταίνει τα γυμνά μου πόδια και αναζητώ τις καφέ μου παντόφλες προκειμένου να πάω στην τουαλέτα. Βουρτσίζω τα δόντια μου, χτενίζω τα μακρυά καστανόξανθα μαλλιά μου και πλησιάζω βαριεστημένα την ντουλάπα μου. Είναι ένα μικρό δωματιάκι μέσα στο βασικό μου χώρο και έτσι ανοίγω την ασημί πόρτα για να βρω τα ρούχα μου. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κανένα παράπονο από τις ανέσεις που μου προσφέρει η οικογένεια μου αλλά θα προτιμούσα να είχα πίσω την μαμά μου και να ζούσα φτωχικά. Όλα αυτά τα λούσα ποτέ δεν ήταν του γούστου μου και του χαρακτήρα μου. Ακόμη και τα ρούχα μού τα έφερναν οι γονείς μου για να μην τους ντροπιάζω στον κύκλο τους. Βέβαια στις πλούσιες οικογένειες είναι νόμος να ντύνεσαι καθώς πρέπει. Χαζομάρες. 

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now