12

96 8 0
                                    

Βγαίνω βαριεστημένα από το αυτοκίνητο χωρίς να πάρω το παλτό μου. Κλείνω απότομα την πόρτα και ξεκινάω για το γραφείο της ψυχολόγου μου, ώσπου η μπάσα φωνή του Άλεξ με σταματάει. Έρχεται ακριβώς μπροστά μου και μου προσφέρει ευγενικά το μπουφάν μου. Εγώ μένω ακίνητη να τον κοιτάζω ενώ ο στουχτερός αέρας κάνει την εμφάνιση του ξεσηκώνοντας τα ατημέλητα μαλλιά μου. Τα φέρνει μπροστά στο πρόσωπο μου όμως εγώ δεν κάνω καμία κίνηση για να τα παραμερίσω. Εκείνος στέκεται ακόμη μπροστά μου και τοποθετεί το παλτό μου γύρω από τους ώμους μου αλλά εγώ εκνευρισμένη κινούμαι απότομα προς τα δεξιά και το πανωφόρι πέφτει άκομψα στην άσφαλτο. 

"Νιώθω ότι έχετε ξεφύγει. Προσέξτε την συμπεριφορά σας γιατί αύριο θα ψάχνετε για εργασία." τα λόγια άγνωστα για τον παλιό μου χαρακτήρα όμως ο καινούργιος έχει νικήσει εδώ και δυο βδομάδες. Από τότε που την έχασα....

"Με συγχωρείτε. Έχει πολύ κρύο γι'αυτό σκέφτηκα να σας το φέρω."

"Αν το ήθελα θα το είχα πάρει. Μην φοβάστε δεν παθαίνω τίποτα. Δυστυχώς." την τελευταία λέξη την ψιθύρισα για να την ακούσω μονάχα εγώ. Τινάζω τα καστανόξανθα μαλλιά μου και φεύγω προς το τεράστιο κτίριο, αφήνοντας πίσω μου τον Άλεξ και το πεσμένο μου παλτό. Δεν του ρίχνω ούτε μια ματιά και εισχωρώ στην ζέστη του κτιρίου. Φτάνω στην γραμματεία και μόλις με αντικρίζει αμέσως μου επιτρέπει να περάσω. Πλέον με έχουν μάθει όλοι έτσι δεν ελέγχουν τα στοιχεία μου. Τα βήματα μου βαριά κάτω στο λευκό πάτωμα και ο ήχος τους εκκωφαντικός. Απλά εύχομαι να περάσει γρήγορα η μια ώρα μαζί της και να επιστρέψω στην επόμενη φυλακή μου. Δεν χτυπάω καν την πόρτα της και μπαίνω δίχως την άδεια της. Εκείνη τρομάζει και τινάζεται πάνω σπρώχνοντας ελαφρώς την γυριστή καρέκλα του γραφείου της. Τα μάτια της φανερώνουν την ανακούφιση μόλις με αντικρίζουν αλλά δεν αργούν να μετατραπούν σε φλόγες που θέλουν να κάψουν τα πάντα στο διάβα τους. 

"Δεν σου έχουν μάθει να χτυπάς;"

"Όχι." η μοναδική λέξη που της είπα εδώ και δυο βδομάδες. Με κοιτάζει έκπληκτη που επιχείρησα να μιλήσω έστω και λίγο όμως το ειρωνικό ύφος της δεν οπισθοχωρεί. 

"Θα σου μάθω εγώ τότε." δηλώνει αποφασιστικά και νομίζει πως θα με τρομάξει. Δεν καταλαβαίνει. Κανείς τους δεν μπορεί. 

"Αν θέλεις διώξε με. Ούτως ή άλλως δεν θέλω να βρίσκομαι εδώ." λυγίζω το ένα μου γόνατο και θρονιάζομαι ατσούμπαλα στην καφέ πολυθρόνα, απέναντι της. Τα πόδια στην ίδια στάση απλωμένα μπροστά δίχως ίχνος θηλυκότητας. Εκείνη δεν το συνεχίζει παραπάνω και κάθεται στην δικιά της θέση με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος της. Κοιτάζει βαθιά στα μάτια μου αλλά το μοναδικό συναίσθημα που υπάρχει είναι πόνος. Δεν ξέρω πως θα κάνω την ζωή μου όπως παλιά και το σίγουρο είναι πως δεν θα συμβεί ποτέ αυτό, όμως δεν θέλω κανείς να με λυπάται. 

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now