47

55 6 0
                                    

"Απλά κρατήσου. Μαμά μην με εγκαταλείπεις!" ουρλιάζω και πασχίζω να πιάσω σφιχτά το χέρι της όμως ο καρπός της γλιστράει σταδιακά με αργούς ρυθμούς επιτρέποντας με να την βλέπω καθώς χαροπαλεύει. Θέλω να την σώσω. Θέλω, όμως δεν έχω την δυνατότητα. Απλά κάτι με τραβάει στο έδαφος δίχως να μου δίνει το δικαίωμα να την αρπάξω και να την τραβήξω πάνω στην γέφυρα. Όλα σκοτεινά. Κανένας άνθρωπος τριγύρω καθιστώντας με ανίκανη. 

Εάν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη κολόνα λίγα μέτρα πιο πέρα δεν θα κατάφερνα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Το αφύσικο μοβ χρώμα που έχει ζωγραφιστεί στην λευκή επιδερμίδα της. Ξεροκαταπίνω και προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να σφίξω όλο και πιο δυνατά το πληγωμένο χέρι της. Εκείνη όμως με σταματάει με το επιβλητικό της βλέμμα. Παραμένω ακούνητη στην προηγούμενη θέση μου και σταθεροποιώ -παροδικά- την μελλοντική της πτώση. Θέλω απλώς να το καθυστερήσω. Το βλέπω στα μάτια της πως θέλει να μου πει κάτι. Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να την ακούσω μια τελευταία φορά.

"Λήδα..." κάνει μια παρατεταμένη παύση καθώς βαριανασαίνει προσπαθώντας να ανασηκωθεί στην επιφάνεια έτσι ώστε να πάρει ανάσα και συνεχίζει λέγοντας "..πρέπει να σωθείς." 

Πλησιάζω πιο κοντά τοποθετώντας το αριστερό αυτί προς το μέρος της. Πρέπει να την ακούσω. Πρέπει να της δώσω το έναυσμα να συνεχίσει. Να μου αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες. Μονάχα η προηγούμενη πρόταση δεν επαρκεί. Χρειάζομαι κι άλλα στοιχεία.

"Από ποιον; Από τι;" ρωτάω όμως εκείνη δεν μου δίνει σημασία. Αγναντεύει το κενό λες και δεν πνίγεται. Λες και είναι αμέριμνη με όλη τη ζωή μπροστά της. Δεν μπορώ να κατανοήσω την γαλήνη της. Όταν ένας άνθρωπος πλησιάζει τον θάνατο δεν θα 'πρεπε να φοβάται; 

Να τρέμει, να ουρλιάζει; 

"Απ'αυτόν.." εκεί ο διάλογος μας τελειώνει μια για πάντα. Χάνεται στον μαύρο πυθμένα του ποταμού αφήνοντας με ξέπνοη με την καρδιά να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς. Τρέχω στις ράμπες και αρχίζω να τσιρίζω προσπαθώντας να την φέρω πάλι στο πλευρό μου. Πασχίζω να επιστρέψει κοντά μου, μαζί μου. Να την βλέπω να μου μιλάει, να μου χαμογελάει, να μ'αγκαλιάζει..


Ξυπνάω τρομαγμένη δίχως φωνές αυτή τη φορά. Οι παλάμες μου είναι ιδρωμένες και ανήσυχες. Τα πόδια μου σπαρταράν κάτω από το σεντόνι. Ξέρω πολύ καλά πως αυτά τα συμπτώματα οφείλονται στον συνηθισμένο εφιάλτη κι όχι στον καιρό. Ούτως ή άλλως έχει έρθει ο Απρίλης και το κρύο έχει υποχωρήσει. Ούτε καν κουβέρτα δεν χρειάζεται. Μονάχα ένα απλό σεντόνι, ίσα ίσα για να με κρατάει στην ίδια θερμοκρασία που διακατέχει το σώμα μου.

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now