18

88 10 2
                                    

Σήμερα είναι η μέρα της συνεδρίας μου με την ψυχολόγο. Δεν έχω καμία διάθεση να παραβρεθώ σε εκείνο το ανόητο γραφείο, ούτε να κάθομαι να της αναλύω τα προσωπικά μου. Δεν μ'αρέσει να συζητάω για τον θάνατο της μαμάς μου γιατί ο μπαμπάς δεν μ'αφήνει στην ησυχία μου;

Επιπλέον πρέπει να κάνω μια κουβέντα μαζί του σχετικά με αυτά που κρυφάκουσα εκείνο το βράδυ. Δεν γίνεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Έχει υποχρέωση να μου αποκαλύψει όλη την αλήθεια όμως πρέπει να τον ρωτήσω διακριτικά. Δεν είναι ανάγκη να μάθει πως τον είχα ακούσει εκείνη την νύχτα.

Η τραπεζαρία μοιάζει τόσο ήσυχη και νεκρή δίνοντας σου την εντύπωση πως δεν κατοικούν άνθρωποι εδώ μέσα. Πλέον σ'αυτό το τραπέζι οι μόνοι που καθόμαστε είναι εγώ και ο μπαμπάς. Δυο άνθρωποι για ένα τόσο μεγάλο τραπέζι είναι τίποτα. Όταν η μαμά ζούσε μαζί μας, όλο το σπίτι άκουγε τις τσιρίδες και τα γέλια της. Κάποτε ευτυχισμένη, κάποτε νευριασμένη και άλλες φορές στεναχωρημένη. Όμως έδειχνε τα συναισθήματα της κι αυτό κάνει τον άνθρωπο ζωντανό σε αντίθεση με εμάς τους δυο που απλώς καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο, δίχως να έχουμε ανταλλάξει κάποια κουβέντα και δίχως να κοιταζόμαστε. Κάνω την πρώτη κίνηση και σηκώνω το βλέμμα μου προκειμένου να τον αντικρίσω, αλλά η αντίδραση του είναι αναμενόμενη. Δεν καταλαβαίνει πως τον κοιτάζω έτσι κάθεται ατάραχος παίζοντας με το κοκκινιστό, το οποίο μαγείρεψε η Ελένη πριν από λίγο. Από πάντα ήθελε να μας ευχαριστεί όμως σ'αυτή την φάση της ζωής μας το φαγητό δεν έχει καμία αξία.

Ξεροβήχω με σκοπό να του τραβήξω την προσοχή αλλά εκείνος παραμένει στην ίδια θέση, με το πιρούνι στο δεξί του χέρι γυροφέρνοντας το κρέας λες και τον απωθεί η όψη του. Κάποτε αυτό το φαγητό ήταν το αγαπημένο του και τώρα ούτε να το βλέπει δεν θέλει. Εγώ από την άλλη αρπάζω μια γενναία μπουκιά και την τοποθετώ στο στόμα μου αφήνοντας το πιρούνι μου πάνω στο γυάλινο πιάτο. Ο ήχος του τόσο εκκωφαντικός που καταφέρνει να οδηγήσει το βλέμμα του μπαμπά στα δικά μου μάτια. Τα δικά του ανοίγουν διάπλατα και καρφώνεται στο ράγισμα του πιάτου μου. Ακολουθώ το βλέμμα του και σφίγγω τις γροθιές μου πάνω στο τραπέζι.

"Τι στο καλό σου συμβαίνει;" η ερώτηση του το σήμα κατατεθέν για να χάσω την λιγοστή υπομονή μου όμως δεν του κάνω την χάρη τόσο εύκολα. Για την κουβέντα που σκοπεύω να του κάνω χρειάζομαι την ψυχραιμία μου. Κλείνω τα μάτια μου και επαναφέρω στην μνήμη μου όλες τις συμβουλές της μαμάς μου περί ηρεμίας. Όταν έχεις δίκιο δεν πρέπει να φωνάξεις, σκέφτομαι και αρχίζω να χαλαρώνω.

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now