7

133 14 0
                                    

Περνάμε μέσα στο σκοτάδι όλες τις γιγάντιες λάμπες λες και είναι κουνούπια στον αέρα. Τρέχει τόσο πολύ που δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις λωρίδες του δρόμου κι αυτό με κάνει να ζαλίζομαι ακόμη πιο πολύ. Τα χέρια μου ιδρώνουν και τρέμουν φανερώνοντας στον μπαμπά την κατάσταση που βιώνω. Ο θάνατος της μαμάς ήταν ότι χειρότερο μου συνέβη τον τελευταίο καιρό και δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Ακόμη νιώθω τόσο απαίσια όπως και την πρώτη φορά που άκουσα για το ατύχημα. Κοιτάζω την μαύρη άσφαλτο και θέλω να πετάξω από το αυτοκίνητο και να βρεθώ πάνω της ώστε να την χτυπάω και να μην σταματάω. Το αμάξι μας θέλω να το σπρώξω πάνω στους χιλιάδες κορμούς που περνάμε, σε χρόνο μηδέν, και να το αφήσω να σακατευτεί έτσι όπως κατέστρεψε το σώμα της μαμάς μου. Αυτούς που την δολοφόνησαν θέλω να τους βρω και να τους σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Και μετά να σκοτώσω και μένα την ίδια για να βρεθώ κοντά της. Δεν επιθυμώ τίποτα παραπάνω. Απλώς να αποδώσω την δικαιοσύνη εφόσον οι αστυνομικοί δεν το έχουν καταφέρει ακόμη. 

Θέλω να την τιμήσω με κάθε τρόπο ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Αυτά τα τέρατα δεν αξίζει να ζουν και να αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο που εισέρχεται στα πνευμόνια μου. Κι εγώ δεν πρέπει να αναπνέω γιατί μοιράζομαι τον ίδιο αέρα μ'αυτούς που δολοφόνησαν τη μητέρα μου. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω το κεφάλι μου εκτινάσσεται απότομα προς το ταμπλό του αυτοκινήτου, όμως η ζώνη στηρίζει το σώμα μου και με επιστρέφει στην αρχική μου θέση ασφαλής στο κάθισμα. Ο μπαμπάς σφίγγει με όλη του τη δύναμη το τιμόνι προκειμένου να κρατηθεί κι εγώ τινάζω τα μαλλιά μου για να φύγουν από το ταλαιπωρημένο μου πρόσωπο. Έχω να κοιμηθώ τόσες μέρες. Κάθε φορά που τολμώ να κλείσω τα μάτια μου έρχεται απρόσκλητα ο συνηθισμένος μου εφιάλτης. 

"Φτάσαμε. Θέλεις να έρθω μαζί σου ή μπορείς να τα καταφέρεις;" το ύφος του ανήσυχο με ένα ίχνος ενδιαφέροντος. Ανοίγω αμέσως την πόρτα του συνοδηγού βγάζω το ένα μου πόδι και ξεγλιστράω από την θέση μου. Την κλείνω με έναν εκκωφαντικό κρότο κι εκείνος ανοίγει αυτόματα το παράθυρο για να ακούσει την απάντηση μου.

"Εφόσον δεν υπάρχει εκείνη εσένα δεν σε χρειάζομαι." αποφασίζω να τον πληγώσω γιατί δεν μου είχε πει τίποτα περί δολοφονίας και φεύγω με βιαστικά βήματα και κατεβασμένο κεφάλι, προς το γραφείο της γιατρού μου. Μπορεί να είναι εφτά το απόγευμα όμως νιώθω λες και είναι δέκα το βράδυ. Το χειμώνα όλα σκοτεινιάζουν τόσο απότομα σαν την τωρινή μου διάθεση. Όλα μέσα μου είναι κατάμαυρα και δεν νομίζω πως μπορώ να βγω απ'αυτό το σκοτάδι. Εκείνη δεν είναι δω για να φωτίσει το μέσα μου οπότε πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου αν και δεν με έχω ικανή.

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now