53

85 6 0
                                    

ΜΑΝΩΛΗΣ

Σταματάω το αυτοκίνητο ακριβώς στο μικρό πάρκινγκ αυτού του απομονωμένου σπιτιού και με την ματιά μου την αναζητώ. Μου έστειλε την διεύθυνση αφότου σφράγισε την κλήση μας αφήνοντας με ανήσυχο. Έβαλα αμέσως ότι βρήκα μπροστά μου και έφυγα φουριόζος στο τζιπ μου. Η μητέρα μου με έψαχνε απεγνωσμένα και πριν λίγο της ξανά έκλεισα το τηλέφωνο στη μούρη. Δεν είχα όρεξη. Έπρεπε να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να δω τι έπαθε η κολλητή μου. Την αγαπώ τόσο πολύ. Της υποσχέθηκα από μικρό κοριτσάκι πως θα την προστατεύω και πως θα είμαι συνεχώς στο πλευρό της, μια υπόσχεση που θα τηρήσω μέχρι το τέλος. 

Βγαίνω από το αυτοκίνητο την στιγμή που την βλέπω να ανοίγει την εξώπορτα μέσα στα δάκρυα. Είχε φύγει τόσο χαρούμενη από την χθεσινή μας συνάντηση. 
Πως έγινε έτσι;
Παρατηρώ τις μαυρίλες κάτω από τα μάτια της, εξαιτίας της μάσκαρας που είχε αποφασίσει να αλείψει πάνω τους. Τα χείλη της είναι πρησμένα διότι κάθε φορά που κλαίει τα δαγκώνει, πιστεύοντας πως αυτό θα την απαλλάξει από τον πόνο. Τα μάγουλα της κατακόκκινα δημιουργώντας μου την θέληση να τρέξω στην μεριά της δίχως σκέψη. Την τυλίγω στα μπράτσα μου καθώς εκείνη αφήνεται απελευθερώνοντας κι άλλα δάκρυα. Μουσκεύει την αγαπημένη άσπρη μου μπλούζα, με το σήμα της real madrid όμως δεν παραπονιέμαι. Είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση για να ασχοληθεί με τις ανοησίες μου. 

"Γλυκιά μου τι συμβαίνει;" προσπαθώ να την προτρέψω να μου εξηγήσει. Έστω μια μικρή λέξη. Να μου πει πως θα επανέλθει απ'αυτή την άθλια φάση. Πως θα ξαναγίνει όπως παλιά προτού χάσει τους γονείς της.

Τοποθετώ τις παλάμες μου στα δυο της μάγουλα αναγκάζοντας την να με αντικρίσει όμως εκείνη είναι πολύ θλιμμένη για να διατηρήσει την οπτική επαφή. Την καταλαβαίνω έτσι δεν επιμένω παραπάνω, οδηγώντας την στη θέση του συνοδηγού.

"Μανώλη απλά πάρε με από εδώ." κλαψουρίζει καθώς της φοράω την ζώνη για να πραγματοποιήσω την επιθυμία της. 
Ποιανού είναι αυτό το σπίτι τέλος πάντων;
Γιατί ήταν εδώ μόνη της;
Γιατί θέλει να φύγει τόσο απεγνωσμένα;

Όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα με βασανίζουν καθ'όλη τη μακρινή διαδρομή. Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα. Εκείνη βυθισμένη στις σκέψεις, χαζεύοντας τον κόσμο και τα πελώρια δέντρα από το παράθυρο. Εγώ πάλι προσηλωμένος στην οδήγηση μου ρίχνοντας της που και που κάποιες κλεφτές ματιές για να δω εάν είναι καλά. Όμως ακόμη να ηρεμήσει. Έχουν περάσει σχεδόν δυο ώρες κι εκείνη ακόμη κρυφοκλαίει έχοντας την εντύπωση ότι δεν την καταλαβαίνω. Πως δεν ακούω τους καταπιεσμένους της λυγμούς. 

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now