52

64 7 0
                                    

Σταματάω έξω από το σπιτάκι της μητέρας μου και στρέφομαι προς την μεριά της. Το χαζεύει έκπληκτη καθώς κολλάει στην μοναδική κούνια ολόκληρης της αυλής. Δεν είναι μεγάλο σπίτι, ούτε σαν αυτά που έχει συνηθίσει τόσα χρόνια όμως είναι πολύ καλύτερο από το δικό μου στην καρδιά της Αθήνας. Εδώ σ'αυτό το απομονωμένο χωριό όλα δείχνουν πιο όμορφα, πιο γαλήνια. Αυτό χρειάζομαι τη συγκεκριμένη στιγμή. Να χαλαρώσω και να απολαύσω αυτή την μέρα μαζί της. Με την κοπέλα που μου έχει κλέψει την καρδιά. Κι ύστερα να την αφήσω. Να την εγκαταλείψω δίχως τύψεις, κάτι που είναι ανέφικτο. Είναι όμως υποχρεωτικό.

Ο ήχος της πόρτας του αυτοκινήτου με κάνει να απελευθερωθώ από τις πολύπλοκες σκέψεις. Κοιτάζω την μορφή της που απομακρύνεται από το πλευρό μου και κατευθύνεται προς την κούνια.

"Κλασσική Λήδα." μουρμουρίζω καθώς ένα χαμόγελο πιάνεται στα χείλη μου και την ακολουθώ κλιεδώνοντας το αυτοκίνητο.
Πηγαίνω από πίσω της και της δίνω ώθηση προκαλώντας της ένα τρανταχτό γέλιο. Φαίνεται τόσο ευτυχισμένη που με τρομάζει. Δεν γίνεται να την αφήσω, δεν μπορώ να της το κάνω αυτό. Όμως πρέπει, σκέφτομαι και φεύγω στο εσωτερικό του σπιτιού.
Εκείνη με έναν σάλτο πηδάει από την κούνια κι έρχεται από πίσω μου ταραγμένη. Ανοίγω με τα κλειδιά, τα οποία βρίσκονται κάτω από το πατάκι, την ξύλινη πόρτα φανερώνοντας το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν προφταίνω να κάνω ένα ακόμη βήμα όταν τα μικροκαμωμένα δάχτυλα της τυλίγουν το μπράτσο μου. Γυρίζω στην μεριά της και λιώνω από τον τρόπο που με κοιτάζει. Μ'αυτά τα μεγάλα, εκφραστικά πράσινα μάτια. Αυτά τα μάτια που με μάγεψαν από την πρώτη στιγμή που με αντίκρισαν.

"Νίκο τι έπαθες;"

"Δεν έπαθα κάτι."

"Γιατί έφυγες έτσι βιαστικά;"

"Για να ανάψω το τζάκι, να ζεσταθούμε."

"Έχουμε Μάιο μήνα πιστεύεις πως κρυώνουμε; Πες μου τι συμβαίνει;"

"Λήδα γαμώτο ξεκόλλα. Δεν έχω κάτι." υψώνω τον τόνο της φωνής μου κι εκείνη αμέσως απομακρύνει το άγγιγμα της. Δεν ήθελα να της φωνάξω. Όχι σήμερα. Όλα λάθος τα κάνω μαζί της.
Πλησιάζει τον διθέσιο καναπέ και σωριάζεται δίχως όρεξη. Εγώ τεντώνω το χέρι μου κι ανάβω τον πολυέλαιο καθώς ο ήλιος χάνεται από το οπτικό μας πεδίο. Μάλλον το πάει για βροχή και της Λήδας δεν της αρέσουν οι καταιγίδες. Κατευθύνομαι προς την μεριά της την στιγμή που αρπάζει από το τραπεζάκι το τηλεκοντρόλ κι αρχίζει να αλλάζει νευρικά τα λιγοστά κανάλια.
Πιάνω αυτό που κρατάει στις παλάμες της και το πετάω στην απέναντι πολυθρόνα κάνοντας την να ανοίξει διάπλατα τα μάτια της.

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now