5

177 16 0
                                    

"Μαμά σε χρειάζομαι. Μην με αφήνεις." φωνάζω όμως εκείνη δεν μου δίνει σημασία. Απλώς στέκεται μπροστά από αυτή την χρυσή τεράστια καγκελόπορτα και περιμένει την σειρά της. Όλοι μας αιωρούμαστε και τα κατάλευκα σύννεφα έχουν καλύψει τα πάντα. Εγώ ξαπλώνω σε ένα απ'αυτά και της μιλάω για να με πλησιάσει αλλά δεν δέχεται τις προτάσεις μου. Θεωρεί πως ήρθε η στιγμή της να εγκαταλείψει αυτή την γη μια και καλή. Το άσπρο μου φόρεμα είναι μακρύ και φτάνει μέχρι τα πέλματα μου κάνοντας με να δείχνω σαν ένας άγγελος. Τα καστανόξανθα μαλλιά μου πέφτουν λυτά ως την μέση μου και το χρυσό μου στεφάνι είναι περιτριγυρισμένο γύρω από την περιφέρεια του κεφαλιού μου. Αγγίζω το δέρμα μου και τότε είναι που παραξενεύομαι. Τα δάχτυλα μου περνάνε ανεμπόδιστα μέσα από την σάρκα δίχως πόνο. Ξαφνικά οι καρποί μου γεμίζουν με το κόκκινο υγρό του οργανισμού μου και τα επίπεδα του άγχους μου ανεβαίνουν στα ύψη. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και στρέφομαι προς την μαμά μου αλλά δεν βρίσκω κανένα. Όλα ξαφνικά παίρνουν το χρώμα του μαύρου και τα σύννεφα βουτάνε προς τα κάτω αρπάζοντας με κι εμένα. 


Ανοίγω απότομα τα μάτια μου και πάω να κουνήσω ασυναίσθητα το δεξί μου χέρι όμως κάτι με εμποδίζει. Γυρίζω το κεφάλι μου και νιώθω μια ζαλάδα να με κατακλύζει υποχρεώνοντας με να ξανά ξαπλώσω. Κουνάω ελάχιστα τις κόρες μου για να παρατηρήσω τι είναι αυτό που στέκεται εμπόδιο στην κίνηση του χεριού μου και μόλις αντικρίζω μια βελόνα ταράζομαι. Το σωληνάκι της ταξιδεύει λίγο πιο πέρα και πιο ψηλά σε ένα σιδερένιο υλικό, το οποίο έχει μέσα τον ορό. Νοσοκομείο, σκέφτομαι και φρικάρω ακόμη πιο πολύ. 

"Πριγκίπισσα μου ευτυχώς είσαι καλά. Δόξα τω θεό." η φωνή του μπαμπά μου αντηχεί σαν καμπάνα στα αυτιά μου και στρέφομαι προς την απέναντι κατεύθυνση. Εκείνος ανακάθεται καλύτερα στην πολυθρόνα και με κοιτάζει με ευγνωμοσύνη. Τα μπλε του μάτια φανερώνουν την απογοήτευση και τον θυμό που νιώθουν όμως προς το παρόν δεν μου κάνει κάποια σκηνή. Το ξέρω ήταν απαράδεκτο αυτό που επιχείρησα όμως δεν το μετανιώνω. Με σιχαίνομαι που δεν τα κατάφερα. Νιώθω τόσο απογοητευμένη με τον εαυτό μου, έπρεπε να ήμουν δίπλα της τώρα. 

"Μπαμπά εγώ...." δεν προλαβαίνω να αρθρώσω ολόκληρη πρόταση και τότε εισέρχεται φουριόζα μια νοσοκόμα. Με εξετάζει μισή ώρα, ελέγχει όλα τα μηχανήματα με τα οποία με φροντίζουν και μας ενημερώνει πως αύριο θα μπορέσω να πάρω εξιτήριο. Ο μπαμπάς την ευχαριστεί δίνοντας της ένα φακελάκι με πολλά χρήματα κι εκείνη γίνεται καπνός. 

Μαμά λείπεις.Where stories live. Discover now