97. Κυνήγι θησαυρού.

200 22 0
                                    

Ο Ντρίσταν την γύρισε σπίτι, τη φίλησε καληνύχτα και έφυγε. Η Αλίνα μπήκε στο σπίτι βρίσκοντας απόλυτο σκοτάδι και ανέβηκε τις σκάλες με κατεύθυνση προς το δωμάτιό της, όταν είδε ότι ο πατέρας της ήταν στο γραφείο του με ανοιχτή τη πόρτα έτσι μπήκε μέσα.
"Πού γύριζες όλη μέρα;" τη ρώτησε και η Αλίνα πλησίασε και έκατσε σε μια καρέκλα.
"Πού ήμουν;... Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, μπαμπά" μουρμούρισε και τότε εκείνος της έδωσε προσοχή.
"Φαίνεσαι κουρασμένη"

"Μπορείς να μου βάλεις λίγο από αυτό το ουίσκι που κρύβεις εκεί πίσω; Θέλω να πω, έχω ήδη σχεδόν αδειάσει το μπουκάλι" είπε και εκείνος χαμογέλασε σερβίροντας και στους δύο ένα ποτήρι. Εκείνη το κράτησε και ήπιε μια γερή γουλιά πριν πάρει μια βαθιά ανάσα.
"Έκανα ράμματα στο λαιμό και τα πλευρά του Σαμ. Έπρεπε να τον μεταφέρουμε μέσα από ένα υπόγειο τούνελ. Έπρεπε να τον αφήσω, πληγωμένο, ενώ αιμορραγούσε και να βρω τους άλλους. Και το έκανα, βρήκα τον Ντρίσταν πάνω από το πυροβολημένο σώμα του Γουίλ, άλλα δύο πτώματα να κείτονται νεκρά στο έδαφος και μάντεψε τι άλλο... Θυμάσαι τον Ίαν, σωστά; Λοιπόν, ήταν έτοιμος να πυροβολήσει τον Ντρίσταν, αν και δεν το έκανε. Γιατί; Λοιπόν, επειδή πυροβόλησα το χέρι του και στη συνέχεια του το έδεσα με χειροπέδες στο χέρι ενός νεκρού. Πώς σου ακούγεται αυτό;" Είπε πίνοντας το υπόλοιπο ποτό της. Ο πατέρας της είχε μείνει άφωνος, οπότε απλά αντέγραψε την κίνησή της και άδειασε το ποτήρι του.

"Όλοι είναι εντάξει, μην ανησυχείς. Και παρακαλώ, πριν ρίξεις σαν κατάρα την τιμωρία σου στον Ντρίσταν. Δεν έχει κανένα φταίξιμο. Τις χειροπέδες που είχα πάνω μου, τις χρησιμοποίησα σε αυτόν. Τον ανάγκασα να με πάρει μαζί του και επειδή ανησύχησε για τον φίλο του, έκανε το λάθος να με πάρει μαζί του. Και τους έσωσα τη ζωή, γιατί φαντάσου αν δεν ήμουν εκεί... Δεν θα είχαν βρει πιθανώς τον Σαμ, στην πραγματικότητα, νομίζω ότι και οι τρεις τους θα ήταν νεκροί μέχρι τώρα..." πρόσθεσε και ο πατέρας της ήταν λίγο έκπληκτος από την ηρεμία της.
"Είσαι απαίσια ήρεμη μετά από μια τέτοια μέρα", είπε και εκείνη ξέσπασε σε γέλια κρατώντας το ποτήρι στο χέρι της που έτρεμε. Ο πατέρας της το παρατήρησε αυτό έτσι κι εκείνη το έκανε λίγο παραπάνω.
"Σκέφτομαι να πάω να δω τη μαμά αύριο"

"Αν το θέλεις πραγματικά, πήγαινε..."

"Το κάνω. Και θα πάω μόνη μου, ο Ντρίσταν είναι αρκετά απασχολημένος ανησυχώντας για τους φίλους του..."

"Εντάξει... Πάρε το αυτοκίνητό μου" της είπε, δίνοντάς της τα κλειδιά του.
"Αυτά είναι πολλά κλειδιά" είπε και κούνησε τα κλειδιά.
"Πολλά πράγματα πρέπει να παραμείνουν κλειδωμένα"

 𝓓𝒾𝓮 𝓯ℴ𝓻 𝓶𝓮Where stories live. Discover now