Κεφάλαιο 5

328 41 0
                                    

   

Κανονικά θα έπρεπε να βρω ένα σχέδιο για το πως να ξεφύγω από εδώ μέσα. Αντί να κάθομαι και να ακούω αυτό το αξεστο γουρούνι.
Αν και μου κάνε δώρο με απήγαγε. Βλακα.

<< Τι εννοείς "θα πάει καλά και η δεύτερη δουλειά; >> τον ρώτησα απορημένη. Αυτός γέλασε με ένα ειρωνικό βλέμμα θα λεγα.

<< Αυτό θα το δεις από μόνη σου >> γέλασε. Και βγήκε έξω από το δωμάτιο. << Μην νομίζεις πως θα ξεφυγεις από εδώ μέσα. Το σπίτι είναι περικεικλομενο από τους άντρες μου. >> με προειδοποιεισε καθώς έφυγε τελείως και κλείδωσε την πόρτα να πάρει. Έτρεξα εκεί και την χτύπησα με τα χέρια με όλη μου την δύναμη. Γαμωτο,  θα μείνω για πάντα εδώ. Και ένας θεός ξέρει τι θα μου κάνουν. Άρχιζα να κλαίω με λυγμούς.

Δυστυχώς το παράθυρο που υπάρχει σε αυτό το δώματιο έχει στενά κάγκελα. Και δεν χωράω με τίποτα να τα περάσω. Πφφφ... Μαμάκα μου βοήθησε με.. Πλησίασα το κρεβατι και ξάπλωσα... Έκλεισα τα μάτια μου για να το βγάλω από το μυαλό μου και να ξεχαστω λίγο αλλά τίποτα. Για μισό λεπτό. Το κινητό μου... Κοίταξα στις τσέπες μου παντού γύρω αλλά δεν ήταν πουθενά... Να πάρει φυσικά και θα το περνε Μαργαρίτα τόσο ηλιθιο τον πέρασες;  Είπα στον εαυτό μου καθώς ξανά ξάπλωσα και αυτή την φορά με πήρε ο ύπνος.


Άκουσα μια πόρτα να ανοίγει,  και καθώς άνοιξα τα μάτια μου είδα μια φιγούρα να μπαίνει μέσα. Δεν έβλεπα καθαρά καθώς τα μάτια μου από τον ύπνο θόλωσαν. Έτριψε καλύτερα τα μάτια μου και είδα έναν περίεργο να μπαίνει μέσα,  και πολύ τρομακτικό θα έλεγα.

<< Οο ώστε εσύ είσαι η περίφημη κόρη του Ρούσσου. Τι γκομενακι είσαι εσύ. >> αρχίζει να λέει και σιχάθηκα την ζωή μου.

<< Σου φερα φαγητό κούκλα >> είπε και άφησε ένα δίσκο με φαγητό στην άκρη του κρεβατιού μου. Αρχιζε να με πλησιάζει άσχημα. Στο πρόσωπο του, φαινόταν πως με κοιτουσε με πολύ πονηρό μυαλό και φαντάσου τι θα σκεφτόταν κιόλας. Άρχιζα να πανικοβαλομαι. Αχ θεέ μου τι θα κάνω. Όλο που πλησιάζε άλλο τόσο πιο πίσω πηγενα.

Όταν με πλησίασε άρχιζε να με ακουμπάει άσχημα.
<<ΜΗΝ ΜΕ ΑΚΟΥΜΠΑΣ >> φώναξα δυνατά, και με όλοι την δύναμη που είχα τον εσμπροχνα μακριά μου. Η λυγμοι δεν άργησαν να έρθουν.
Με ακουμπούσε παντού και ήμουν πολύ αδύναμη για να τον σταμάτησω.
Σιχάθηκα που ένιωσα πάνω μου τα χέρια του, σιχάθηκα και το ίδιο μου το σώμα.

Για μια στιγμή ένιωσα σαν να ελευθερωθηκα, όλο το βάρος έφυγε από πάνω μου. Είδα κάποιον να χτυπάει αυτόν τον σιχαμερό που ήταν πάνω μου και πλέον ήταν πεσμένος κάτω στο πάτωμα, κρατώντας το σαγόνι του.

<< Τι στο καλό κάνεις; >> φώναξε ο άντρας που ήταν πεσμένος.
<< Δυνετου Μάριε αυτή είναι δική μου. >> φώναξε ο άντρας που με απήγαγε.

<< όχι Δυνετου εσύ Ιάσονα δεν θα τα χεις όλα δικά σου. >>του φώναξε ξανά ο Μάριος νομίζω πως τον είπε.
Εγώ σιωπηλά τους κοίταζα χωρίς να κάνω τίποτα.

<< ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΤΏΡΑ.>> ούρλιαξε πλέον ο Ιάσονας. Κάνοντας με να τρομάξω από την δυνατή φωνή του.
Ο Μάριος σηκώθηκε νευριασμενος και βγήκε έξω κοπανοντας την πόρτα δυνατά. Τρανταχτυκα πάλι. Μετά από λίγο, καθώς τον κοιτούσα, έβλεπα να ηρεμη και να γυρνάει το βλέμμα του προς εμένα.

<< Είσαι καλά; >> με ρώτησε. Με ρώτησε άμα είμαι καλά;  Από ποτε τον νοιάζει;

The Kidnap Where stories live. Discover now