Κεφάλαιο 25

82 15 0
                                    










Στεκόμουν από πάνω του και τον παρατηρούσα όταν τον κλείσανε τέλειος. Ο καυτός ήλιος, μας χτυπούσε από πάνω κάνοντας με να ζεστενομαι αρκετά με αυτά τα μαύρα ρούχα.

Όταν τελείωσαν έβαλα το άσπρο τριαντάφυλλο πάνω στον τάφο του. Κρίμα που δεν ήσουν κοντά στης μαμάς. Σε πήρα μακριά της.
Έμεινα μόνη μου για λίγο,  μόνο ο Ιάσονας βρισκόταν από πίσω μου παρακολουθοντας με.



<< Μπαμπακα μου... >> έλεγα με τα δάκρυα μου να βγαίνουν σιγά σιγά.. << Σε συγχώρεσα μπαμπά μου. Σε αγαπώ με όλη μου την ψυχή, όπως και την μαμά. Ελπίζω να σε χαρούμενος εκεί πάνω και να με έχεις συγχωρέσει άμα έχω κάνει κάτι λάθος. Είμαι απαίσια κόρη του ξέρω. Μας πήρα μακριά την μητέρα μου, άθελά μου. Αλλά είστε μαζί τώρα. Και ξέρω πως θα έρθω και γω κάποια στιγμή να σας βρω και θα είμαστε όπως παλιά. >> οι σιγανή λυγμοι μου έβγαιναν χωρίς να μπορώ να τα σταματήσω.

<< Αναπαυσου εν ειρήνη >> είπα στο τέλος και σηκώθηκα πάνω. Το κοίταξα για τελευταία φορά και πήγα προς το μέρος του Ιάσονα.

<< Είσαι καλά; >> με ρώτησε καθώς με έπιασε από το χέρι.

<< Ναι,  καλά είμαι >> απάντησα, όταν ξαναγύρισα ξανά προς το μέρος του.Αντίο μπαμπά.

Μπήκαμε στο αμάξι εγώ καθόμουν μπροστά, η γωγω πίσω με τον Μάνο ενώ ο Ιάσονας οδηγούσε και αυτός αμιλιτος κοιτώντας προσεχτικά το δρόμο. Έσκυψα το κεφάλι μου προς το παράθυρο και έκλεισα τα μάτια μου μέχρι να φτάσουμε στο διαμέρισμα που μέναμε.















Είναι απόγευμα τώρα και όλοι καθόμαστε στο σαλόνι κοιτώντας τηλεόραση. Εγώ ήμουν τελείως αλλού σκεπτόμενοι τον πατέρα μου.

Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο Κώστας και άλλοι τέσσερις άντρες. Από ότι θυμάμαι είναι ο Άκης, ο Μάριος, ο Μπάμπης και ο Στέφανος.

<< Μαργαρίτα >> με φώναξε ο Κώστας.  σηκώθηκα πάνω και τους είπα να κάτσουν.

<< Ξέρεις πως λυπάμαι που ο πατέρας σου δεν κατάφερε να παραμείνει στην ζωή. Ήταν σαν πατέρας μου και αυτός και εσύ σαν αδερφή μου. Το γνωρίζεις είδη.... Αυτό που θέλω να πω είναι πως ο Ρούσσος ο πατέρας σου μας είπε να σε προσέχουμε. Πάντα μας το έλεγε. Εμείς θα είμαστε μαζί σου όπου και να πας και να γυρίσεις το κόσμο. Ο πατέρας σου ήθελε να σε έχουμε, ούτε το παραμικρό να μην παθαίνες. Γιαυτό θα μάστε μαζί σου. >> είπε κρατώντας τα δάχτυλα του μπλεγμένα.

<< Ναι το ξέρω. >> χαμογέλασα λυπημένα. << Φυσικά θέλω να είστε μαζί μας. Σε νιώθω και γωνία σαν αδερφή μου. Σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή, όλους δηλαδή απλά εσείς εισασταν λίγο ποιο κλειστεί. >> έδειξα τους άλλους με ένα γελάκι αδύναμο.

<< Ναι, κάναμε την δουλειά μας σωστά...αλλιώς ο Ρούσσος θα μας πλακωνε στο ξύλο. Θα νόμιζε πως σου την πεφταμε και δεν θα γκυτωναμε από αυτόν. Είναι σκληρό καρύδι καταβαθος. >> είπε αστεία ο Στέφανος και γέλασα σιγά.

Ναι όσο και αν έκανε τον πολύ προστατευτεικο. Ήταν δυνατός, προσπαθούσε να το δείξει αρκετές φορές. Αυτές η αναμνήσεις με κάνουν και γελάω ακόμη. Αν και θα μου λείψουν.

<< Ναι το ξέρω. >> γέλασα.
<< Δε πειράζει, τώρα θέλω να μάστε ποιο κοντά. Είμαστε μόνο εμείς. Σας ξέρω χρόνια από τότε που ήμουν παιδί. Και.... Μου μείνατε μόνο εσείς.... Θέλω να μάστε ενωμένοι όλοι.. Σαν οικογένεια >> τους κοίταξα όλους έναν προς έναν χαμογέλασαν όλοι. Ενώ ο Ιάσονας με αγκάλιασε σφιχτά κρατώντας το χέρι μου.



<< Αντέ πέρασε πολύ η ώρα και δεν φάγαμε τίποτα. Μην είμαστε σε κατάθλιψη τώρα ε; Ο μπαμπάς σου δεν θα ήταν χαρούμενος άμα σε έβλεπε έτσι κορίτσι μου. >> η γωγω μίλησε. << Σωστά. >> τις είπα και σηκώθηκα πάνω με τον Ιάσονα.

<< Εσείς σίγουρα πεινάτε εε;>> είπε η γωγω με την γιαγιαδιστηκη φωνούλα της.

<< Οο θεία όσο δεν φαντάζεστε >> είπε ο Άκης πιάνοντας το στομάχι του. Όλοι γελασαν με την αντίδραση του και πήγαμε στο τραπέζι όλοι μαζί.


Αυτοί είναι πλέον η οικογένεια μου. Δύσκολα κάποιος άνθρωπος θα μείνει δίπλα σου. Αλλά τώρα είμαι σίγουρη πως δεν είμαι μόνη.
Κοίταγα το τεράστιο τραπέζι που ήταν γεμάτο και χαμογέλασα.

The Kidnap Donde viven las historias. Descúbrelo ahora