Κεφάλαιο 33

80 15 2
                                    






Η πόρτα χτύπησε και ενθουσιασμενη με ένα τρέξιμο έφυγα για να την ανοίξω. Επιτέλους ήρθε το νυφικό.
<< Σιγά βρε κορίτσι μου,  θα σκοτωθείς >> γέλασε με την αντίδραση μου φωνάζοντας από την κουζίνα.


Άνοιξα την πόρτα και περίμενα να δω κάποιον, αλλά τελικά το κουτί με το νυφικό το άφησαν ακριβώς μπροστά από την πόρτα. Το σήκωσα ενθουσιασμενη και μπήκα μέσα με το κουτί, κλείνοντας την πόρτα με το πόδι μου.



<< Είμαι τόσο αγχωμένη να δω πως είναι >> είπα στην γωγω, η οποία μπήκε στο σαλόνι. Το άφησα στο τραπέζι και ήμουν έτοιμη να ανοίξω για να το δω μέχρι που χτύπησε το κινητό μου. Ουφ. Το έβγαλα από την τσέπη μου και κοίταξα να δω ποιος είναι.




Ο Ιάσονας με επερνε τηλέφωνο αφού είχε πάει να πάρει τα πρόσκλητηρια αφού ήταν ήδη έτοιμα και ήταν να τα δώσει σήμερα. Πάτησα το κουμπί για να το σηκώσω.

<< Έλα αγάπη μου >> του είπα περίεργη. << Έλα μωρό μου,  σε πήρα απλά να σου πω ότι τα έχω δώσει τα πρόσκλητηρια και απλά θα αργήσω λίγο με τον Μάνο για δούμε αν είναι έτοιμο το κουστούμι. >> με προειδοποιεισε.

<< Τέλεια,  και γω μόλις τώρα θα άνοιγα το κουτί. Το φέρανε το νυφικό.>> είπα χαρούμενη..

<< Μια χαρά,  βλέπεις σου είπα πως θα προλάβει,  σιγά μην αρκούσαν για τα λεφτά όλοι κάνουν τα πάντα >> είπε αστεία και γέλασε.

<< Έλα ντε,  κάτσε να ανοίξω λίγο το κουτί μην κλείνεις >> του είπα αφού πήγα να ανοίξω το λευκό κουτί. Τα χέρια μου άρχιζαν να τρέμουν από φόβο και από το σοκ. Το κινητό έπεσε κάτω, όπως και το χάρτινο καπάκι του κουτιού.



Μέσα στο νυφικό μου υπήρχε ένα αγκαθινο στεφάνι και ένα χαρτί που έγραφε κάτι. Έπιασα το στόμα μου, με το χέρι για να μην φωνάξω και άρχιζα να κλαίω.
Η γωγω σοκαρίστηκε και αγχοθηκε πολύ μόλις το αντίκρισε και αυτή.




Με τρεμαμενα χέρια σήκωσα το κινητό, στο οποίο η φωνή του Ιάσονα ακουγόταν από το ακουστικό. Το έβαλα στο αυτί μου και κοιτούσα το κουτί με ένα χλωμό βλέμμα.

<< Μαργαρίτα;  Μαργαρίτα με ακούς;  Τι έγινε, είσαι καλά;  άκουσα το χτύπημα που έπεσε το κινητό,  πες μου τι έγινε;  Μαργαρίτα; >> ο αγχωμένος Ιάσονας ακουγόταν με την βαριά φωνή του.

<< Ιάσονα.. >> είπα με δυσκολία. << Οχ δόξα το θεό μίλησες. Πες μου τι έγινε βρε μωρό μου και σου έπεσε το κινητό; >> ρώτησε ανήσυχος...

<< Στο νυφικό υπάρχει ένα αγκαθινο στεφάνι >> στραβοκαταπια με το ζόρι, από φόβο. Ποιος το έβαλε αυτό,  τι θέλει από μας; Είναι από τους άντρες τους Γρηγορη ? Σίγουρα αυτοί θα είναι..

<< ΤΙ;  Τι είναι αυτά που λες.. >> τον άκουσα αγχωμένο. << Έχει κάτι άλλο μέσα?>> ρώτησε αμέσως μετά και πήρα το χαρτάκι που υπήρχε μέσα διπλωμένο.

<< Ένα χαρτί.. >> του είπα και το άνοιξα,  με τα μάτια μου να γουρλωνουν. << Πάρτο και πες μου τι γράφει Μαργαρίτα.>> είπε και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μα τι θέλουν από μας,  δεν βαρέθηκαν να μας κυνηγάνε;


<<Μαργαρίτα πες μου >> με προσταξε και ένιωθα λες και δεν μπορούσα να.πάρω ανάσα.
<< Να χαρείς τον γάμο σου...γιατί δεν θα ξαναδείς τον εαυτό σου ξανά τόσο χαρούμενη >> είπα τελικά και η καρδιά μου σταμάτησε και άρχιζα να κλαίω. Τι θα μας κάνουν αυτοί οι τύποι;  Πλέον ξέρουν ότι είμαστε ζωντανή και όχι μόνο αυτό,  ξέρουν και που βρισκόμαστε.



<< θα πάρω τον Κώστα και τους υπόλοιπους να έρθουν στο σπίτι. Εσύ μάζεψε όλα τα πράγματα σας. Θα πάμε να μείνουμε αλλού. Κατανοητό; >> με διέταξε με μια αγχωμένη γεύση στα λόγια του. Κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω λες και μπορούσε να με δει... << εντάξει >> είπα κατευθείαν.<< Έρχομαι αμέσως από εκεί >> είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο.



Αμέσως ειδοποίησα την Γωγω και πήγαμε να μαζέψουμε όλα τα πράγματα μας. Που θα πάμε;  Θα μας βρουν σίγουρα ξανά, αφού το κάναν τώρα. Πέταξα το κουτί μακριά. Δεν θα το φόραγα με τίποτα αυτό το φόρεμα στον γάμο μου.



Έτρεχα πανικοβλητη σαν την τρελή φέρνοντας τις βαλίτσες κοντά στην πόρτα. Ο Κώστας μπήκε μέσα με τους υπόλοιπους και ήρθε κοντά μας.
<< Ο Ιάσονας μας ειδοποίησε το τι έγινε,  όλα έτοιμα; >> ρώτησε με ένα αγχωμένο βλέμμα.
<< Ναι όλα είναι εδώ >>του είπα και του έδειξα τις βαλίτσες. Αυτός αφού τις πήρε τις βάλανε στο αμάξι. Μόλις ήρθε ο Ιάσονας με τον Μάνο μπήκαμε μέσα στο αμάξι με την γωγω.

<< Που θα πάμε;  Θα μας ξαναβρούν πάλι,  είμαστε χαμένη θα μας σκοτώσουν >> είπα με λυγμούς και η Γωγω με πείρε στην αγκαλιά της καθησυχαζοντας με.



<< Μαργαρίτα ηρέμησε... Θα πάμε στης Αιμας το σπίτι.... Έχουν πολλούς φρουρούς και αντυνομικους που δεν θα μπορέσει κάνεις να μας βλάψει ότι και να γίνει >> ο αδερφός του Ιάσονα είπε κοιτώντας πίσω από το κάθισμα του προς εμάς. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικα και κατευθηνθηκαμε προς το σπίτι της Αιμας.

The Kidnap Where stories live. Discover now