Κεφάλαιο 26

101 16 9
                                    








Περπαταγαμε στην πλατεία της πόλης, μπαίνοντας μέσα σε ένα μαγαζί με ρούχα. Έχει περάσει σχεδόν δύο μήνες και πάλι καλά δεν έχει γίνει τίποτα μέχρι στιγμής. Κοίταγα κάποια ρούχα για μένα ενώ ο Ιάσονας ήταν από την άλλη μεριά με τα αντρικά. Ο Άκης,  ο Στέφανος και ο Κώστας ήταν μαζί μας παρακολουθοντας τον χώρο για σιγουριά ότι δεν είναι κανένας γνωστός.

Οι υπόλοιποι μείναν σπίτι εφόσον η Γώγω ήταν εκεί και δεν ήθελε να έρθει και ο Μάνος επειδή κουράστηκε και ξεκουραζοταν.

Αφού πήρα κάποια ρούχα που ήθελα. Πήγα προς το μέρος του Ιάσονα. Ένας τύπος με μαύρο τζακες περνώντας από δίπλα μου και ρίχνοντας τα ρούχα κάτω. Τον κοίταξα εμφανώς εκνευρισμενη, ενώ αυτός όταν με είδε με βιαστικες κινήσεις βγήκε έξω. Τι περίεργος τύπος. Σκαιφτηκα και μάζευα τα ρούχα από κάτω.

Πφφ λερωθηκαν. Ανόητε.
Άρχιζα να τα ξεσκονίζω έως ότου φτάσω στον Ιάσονα.
<< Βρήκες τίποτα ?>> τον ρώτησα ενώ τον είδα να σιγοβριζει. Γέλασα με αυτόν ενώ αυτός με κοίταξε ενοχλημένος.

<< έλα πλάκα κάνω. >> του είπα χαμογελώντας του αθώα. Αυτός με φίλησε πεταχτά και αφού επιγκεντρωθηκε ξανά στα ρούχα. Παρατήρησα πως αυτός ο άντρας μιλήσουμε στο τηλέφωνο.

<< Μήπως τον ξέρεις εκείνον ?>> ρώτησα τον Ιάσονα ενώ αυτός σήκωσε κατευθείαν το κεφάλι του.
<< Ποιον ?>> ρώτησε ψάχνοντας. << Εκείνον που είναι έξω από το μαγαζί. Μιλάει και στο τηλέφωνο. Πως δεν το βλέπεις. >> γκρονιαξα στο τέλος.

<< Όχι δεν τον γνωρίζω γιατί ?>> με κοίταξε για λίγο και άρχιζε ξανά να κοιτάει τα ρούχα. << Να,  κάπως περίεργος μου φάνηκε. Πέρασε από δίπλα μου και όταν με είδε έφυγε βιαστικά. Οχ θεέ μου.... >> με κοίταξε αγχωμένος μα σοβαρός.

<< Τι έγινε ? >> με ρώτησε καθώς δεν κατάλαβε τίποτα. Καλά το βλακας είναι ? Εγώ πρέπει να τα σκέφτομαι όλα ? Τελικά είμαι πιο έξυπνη από αυτόν.

<< Λες να είναι γνωστός του Γρηγορη ?>> τον ρώτησα τρομοκρατημενη. Αυτός με ξανάκοίταξε σοβαρά ενώ εγώ έριξα μια ματιά στον άντρα. Ο οποίος ξανά έμπαινε στο μαγαζί με άλλους δύο άντρες.

<<Ιάσονα,  κοίτα >> του χτύπησα το χέρι. Όταν τους είδε και αυτός φώναξε. << Κώστα, προσέξτε. >> όταν τους αντιλοφτηκαν έβγαλαν τα όπλα τους όπως έκαναν και η άλλη.

<< Μαργαρίτα, μείνε κάτω >> με προσταξε και υπακούσα. Έβγαλε και αυτός ένα μαύρο όπλο και άρχιζαν να πυροβολούν. Τζάμια ακούστηκαν να σπάνε ενώ οι άνθρωποι ουρλιαζαν. Έκλεισα τα αυτιά μου με τα χέρια μου σφιχτά γιατί δεν ήθελα να ακούω, ενώ έσφιξα τα μάτια μου προσπαθώντας να μην βγουν τα δάκρυα.

<< σήκω. >> είπε και με τράβηξε από το χέρι... Υπήρχε μια πισινή πόρτα και την χτύπησε γρήγορα με τα πόδια του ενώ οι άλλοι πυροβολουσαν ακόμα αστοχευοντας όσες φορές πατούσαν την σκανδάλη.



Βγήκαμε στο πίσω μέρος του μαγαζιού και πήγαμε προς το αυτοκίνητο χωρίς να μας δεί κάνεις. Μετά από λίγο είδα τα παιδιά να φεύγουν φουριωζει.

<< σκότωσαμε έναν >> είπε ο Στέφανος. Όταν μπήκαν μέσα αμέσως έβαλε μπρος και πάτησε το γκάζι.

<< Ο θεέ μου μας βρήκαν. >> ψελλίσα πλέον κλαίγοντας.
<<Ηρέμησε Μαργαρίτα. >> είπε καθώς κοίταξε το καθρεφτάκι. Ψιθύρισε ένα να πάρει και αφού κοίταξα από το μικρό καθρέφτη δίπλα στην πόρτα. Είδα ένα τεράστιο μαύρο βανακι να μας κυνηγάει από πίσω.

<< Τώρα τι; >> τον ρώτησα τρομαγμένη. << Προσπαθήστε να σκασεται τα λάστιχα. >> είπε ο Ιάσονας και δύο βγήκαν από τα παράθυρα και άρχιζαν να πυροβολούν χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Με τόσο γκάζι που πέταγε τα αυτοκίνητα τα περναγαμε αρκετά γρήγορα,  φοβοντας να μην τρακαρισουμε κάπου.

<< Γαμωτο δεν μας χάνουν με τίποτα. >> είπε νευριασμενος και πάτησε ακόμα πιο πολύ το γκάζι. Είχαμε φτάσει σε μια γέφυρα που από κάτω ηπηρχε η θάλασσα αλλά δεν ήταν και τόσο βαθιά.


Γύρισα να κοιτάξω πίσω όπως και τα παιδιά. Ακόμα μας ακολουθούσαν και δεν έλεγαν ντάμας χάσουν. Γύρισα προς τα μπροστά και είδα τον Ιάσονα να κοιτάει στο καθρέφτη και να πήγε στην λάθος λωρίδα.

<< ΙΆΣΟΝΑ ΠΡΌΣΕΧΕ >> φώναξα δυνατά κολοντας στο κάθισμα από την τρομάρα μου. Αυτός κοίταξε τον δρόμο και ο ιδρώτας μου εσταξε από το μέτωπο όταν είδα πως πάμε να συγκρουστουμε με ένα αμάξι. Αυτός απότομα έστριψε το τιμόνι χτυπώντας στα μικρά σίδερα της γέφυρας και το αμάξι πέφτοντας από αυτήν.


<< ΧΡΙΣΤΈ ΜΟΥ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ>> φώναξα όταν έβλεπα το αμάξι σιγά σιγά να πλησιάζει όλο και πιο γρήγορα την θάλασσα.
Ήρθε το τέλος μας.

The Kidnap Where stories live. Discover now