Κεφάλαιο 15

149 21 6
                                    




Βρισκόμασταν στην Αμερική. Πήρα τον πατέρα μου να δω που βρίσκεται και άμα είναι καλά. Πήγαμε στη πολυκατοικία, όπου βρισκοντουσαν. Το οποίο είχαν πληρώσει ο πατέρας μου για αρκετές μέρες.

Ξέρω πως δεν ήμαστε ασφαλής. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να μας βρουν και δεν ξέρω και γωνία τι θα μας κάνουν. Σίγουρα θα μας σκοτώσουν.
Το βλέμμα χλωμιασε από την σκέψη καθώς ο Ιάσονας και ο αδερφός του με κοίταξαν ανησυχεί.

<< Ει, είσαι καλά ?>> με ρώτησε ο Ιάσονας, καθώς με έπιασε από την μέση. Τον κοίταξα και απλά εγνεψα.
Πήραμε ταξί από το αεροδρόμιο και πήγαμε στο μέρος που ήταν ο πατέρας μου.

Στην διαδρομή δεν είπα τίποτα με τους δύο. Έτσι έκατσα σιωπηλή. Είχαμε φτάσει και όταν πήγαμε στο όροφο που βρισκόντουσαν. Αντίκρισα τον πατέρα μου στην πόρτα και τον αγκάλιασα αμέσως σφιχτά.

<< Ευτυχώς είστε καλά >> είπα. Ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Ήμουν τόσο αδύναμη.
Μπήκαμε μέσα, και είδα πως ήταν σαν ένα κανονικό σπίτι.
Αγκάλιασα και την Γωγω και ο πατέρας μου πήρε το λόγο.

<< Κόρη μου, τι συνέβη. Πρέπει να μου πεις. Ποιοι είναι αυτοί; Θέλω μία εξήγηση. >> είπε αυστηρά.

<< Παρακαλώ κύριε, θα σας εξηγήσω εγώ. Η Μαργαρίτα είναι αρκετά κουρασμένη και καλύτερα να ξεκουραστεί. Έχετε μου εμπιστοσύνη. Θα σας πω τα πάντα. >> είπε απαλά ο Ιάσονας. Ο αδερφός του κούνησε το κεφάλι του πως συμφωνεί.

<< Μπαμπά, εμπιστευσου τον. Δεν θα κάνει κακό σε κανέναν. >> του είπα καθώς είδα πως ερχόντουσαν κάτι άντρες του πατέρα μου κοντά μας.
Τους έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα και αυτοί, διστακτικά σταμάτησαν και πήγανε πίσω στις θέσεις τους.


Δεν είπε τίποτα και κούνησε απλά το κεφάλι του. Πήγε στο σαλόνι που βρισκόταν και έκατσε σε μια πολυθρόνα.
Εγώ πήγα στον διάδρομο για να πάω σε ένα δωμάτιο. Καθώς με ακολουθείσε ο Ιάσονας.

Μόλις μπήκαμε μέσα έκλεισε σιγά την πόρτα και επιτέλους πήρα μια κανονική ανάσα, αφήνοντας τον εαυτό μου να ηρεμήσει.

<< Μην ανησυχείς. Θα είμαστε καλά >> είπε στεναχωρημενος ο Ιάσονας. Προσπαθούσε να με καθησυχάσει αλλά ένα κόμπος υπήρχε μέσα μου που δεν έλεγε να σταματήσει να με πονά.

<< Πως θα είμαστε καλά. Όταν κάποιοι κακοποιοι βρίσκονται έξω και σίγουρα θα μας ψάχνουν. Και ένας θεός ξέρει τι θα μας κάνουν και άμα μείνουμε ζωντανοί. >> είπα και ένα δάκρυ ξέφυγε από το πρόσωπο μου. Φοβόμουν.

<<Σσσςς.... Μην ξεχνάς πως πήραμε την αστυνομία. Σίγουρα τους έπιασαν. Μην φοβάσαι θα σας προστατέψω εγώ. Δεν θα αφήσω κανέναν να σας κάνει κακό. Ορκίζομαι στην ζωή μου. >> μου έλεγε καθώς με έπιασε στην αγκαλιά του και με αγκάλιασε τρυφερά. Τα δάκρυα μου σιγά σιγά σταμάτησαν, καθώς ένιωθα την ζεστασιά που μου προκαλούσαν τα χέρια του και τα χάδια του από τα χέρια του, στην πλάτη μου. Κάνοντας με να ηρεμήσω.
Ήθελα να μείνουμε έτσι για πάντα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα ασφάλεια στην αγκαλιά του και τόσο γαλήνια.


<< Ξάπλωσε εσύ, και ξεκούρασου. Είσαι κουρασμένη αρκετά. >> είπε καθώς σκούπισε κάτι δάκρυα που μου έπεσαν χωρίς να το καταλάβω. Μόλις με άφησε ένιωσα λες και μου πήραν κάτι από μέσα μου. Ένιωσα μισή. Γιατί ένιωθα έτσι ?

<< Εσύ τι θα κάνεις; >> τον ρώτησα πλέον κοιτώντας τον στα όμορφα πράσινα ματια του.

<< Θα πάω να μιλήσω στον πατέρα σου. Αν και ξέρω πως δεν θα με συγχωρέσει από αυτό που έκανα σε σένα. Και σε τι κίνδυνο σας έφερα εξαιτίας μου. >> είπε μετανιωμένος. Ασυνεσθητα έβαλα την παλάμη μου στο μάγουλο του.

<< Δεν φταις εσύ. Είχες τους λόγους σου. Ήθελες να προστατεψεις τον μοναδικό άτομο της οικογένειας σου. Στην θέση ξέρω πως θα το έκαναν πολύ. Γιαυτό μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Έκανες αυτό που πίστευες πως έπρεπε να γίνει. >> τα μάτια του τόσο λαμπερα κοιταγαν τα δικά μου.

<< Ξάπλα >> είπε απαλά μετά από κάτι δεύτερα. Και με φίλησε στο μέτωπο. Ήταν τόσο γλυκός μαζί μου. Κάνοντας την καρδιά μου, να χτυπαει σαν τρελή.

Εγνεψα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μετά από λίγο, καθώς έβλεπα τον Ιάσονα. Αυτός βγήκε από το δωμάτιο.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ελπίζω να πάνε όλα καλά. Αν και φοβάμαι την αντίδραση του πατέρα μου αρκετά.

The Kidnap Where stories live. Discover now