Κεφάλαιο 47

62 15 4
                                    






POV Ιάσονα






Έχει περάσει σχεδόν ο μισός μήνας και δεν έχει ανοίξει ακόμη τα μάτια της. Έχω χάσει κάθε ελπίδα πλέον. Η Γωγω με πλησίασε ξανά και με κοίταξε με το στεναχωρημενο βλέμμα της.
<<Αγόρι μου πήγενε σπίτι να ξεκουραστείς. Έστω και για λίγες ώρες. Μην ανυσηχεις ότι γίνει θα σε ενημερώσω αμέσως. >> όλη την ώρα αυτό μου έλεγε. Αλλά χρειάζομαι και εγώ λίγο ύπνο δεν αντέχω άλλο. Είμαι αρκετά κουρασμένος και δεν θέλω να με δει η Μαργαρίτα όταν ξυπνήσει έτσι. Που ελπίζω να ξυπνήσει. Ξεφυσιξα βαριά και σηκώθηκα πάνω. Την κοίταξα για λίγο και μετά κοίταξα την Γωγω.
<<Ότι γινει να με παρεις κατευθείαν. >>της είπα και εγνεψε το κεφάλι της. Βγήκα έξω από το δωμάτια της και ο Κώστας με τον Άκη με πλησίασαν αμέσως..


<<πηγενω για λίγο σπίτι. Ότι συμβεί σας παρακαλώ να με ιδοποιησετε και να προσέχετε>> τους είπα και άρχιζα να περπατάω προς την έξοδο. Πριν φύγω ο Κώστας φώναξε το όνομα μου. Γύρισα και τον κοίταξα με τα πρησμένα μάτια μου αδύναμος.
<<Θες να σε πάω μήπως σπίτι; >>πρότεινε..
<<Όχι δεν χρειάζεται τα καταφέρνω και μόνος μου >>του είπα και βγήκα επιτέλους από το νοσοκομείο. Πήρα μια βαθιά ανάσα από το καθαρό και τσουχτερό αέρα και οι πνεύμονες μου άνοιξαν. Κατευθύνθηκα προς το αμάξι και μπήκα μέσα. Δεν ήθελα να πάω ακόμη στο σπίτι. Πήρα προορισμό στο μέρος που η Μαργαρίτα μου είπε πως δεν θα ξεχνουσε ποτέ.







[...]






Σταμάτησα το αμάξι και βγήκα έξω  κοίταξα στο μέρος που ειμασταν και πλησίασα με αργά βήματα. Εδώ ήταν που της έκανα την πρόταση γάμου και μου άλλαξε τελείως την ζωή. Εδώ με έκανε τον ποιο ευτυχισμένο άντρα σε όλο τον πλανήτη. Έκατσα στην άκρη μιας  ξύλινης γέφυρας που πήγενε προς τα μέσα της θάλασσας. Κοίταξα στην επιφάνεια της που είχε μικρά κύματα.  Γέλια κάποιον ακούστηκαν στα αυτιά μου και κοίταξα προς μέρος, όπου ερχόντουσαν. Ένα ζευγάρι ήταν στην ακτή της θάλασσας και έτρεχαν χαρούμενη πέρα δώθε παίζοντας με το νερό της αλμυρής θάλασσας.




Χαμογέλασα κατευθείαν. Θα έδινα τα πάντα να ήμουν στην θέση τους με την Μαργαριτα τώρα. Πόσο μου λείπεις γαμωτο. Σηκώθηκα πάνω και πηγα πίσω στο αμάξι. Πηγενοντας προς το σπίτι τώρα.
Μετά από κάτι λεπτά έφτασα στο σπίτι της Εμα. Άνοιξε η μεγάλη πόρτα και με χερετησαν οι άντρες που πρόσεχαν το σπίτι.


Αφού πάρκαρα το αυτοκίνητο βγήκα και μετά μπήκα στο σπίτι. Αδερφός μου καθόταν στο καναπέ μόνος του και αφού κατάλαβε την παρουσία μου σηκώθηκε πάνω και ήρθε γρήγορα προς το μέρος μου.
<<Αδερφέ >>ειπε ανυσηχος.
<<Καμία εξέλιξη; >>ρώτησε και του έκανα νόημα κουνοντας το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά. Του είμαι ευγνώμων που είναι δίπλα μου σε τέτοια άσχημη κατάσταση. Τα αδέρφια έτσι κάνουν. Κάθε μέρα ερχόταν με την Εμα στο νοσοκομείο για να δουν πως πάει.

<<Δεν άλλαξε τίποτα >> του είπα πικραμένος. Μου έπιασε τον ώμο συμπονετικα. <<Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρει. Είναι πολύ δυνατή αδερφέ έχε εμπιστοσύνη σε αυτήν >>μου είπε και του χαμογέλασα αδύναμα..
<<Το ξέρω....... Πάω πάνω να ξεκουραστώ.... Δεν αντέχω άλλο είμαι έτοιμος να καταστραφώ... >>του είπα και ανέβηκα τα σκαλιά.
Άνοιξα την πόρτα και είδα την κρεβατοκαμάρα μας. Ένα δάκρυ βγήκε από τα μάτια μου και το σκούπισα αμέσως. Ξάπλωσα και γύρισα στο πλάι, ακουμπώντας το στρώμα από εκεί που κοιμόταν αυτή. Ξέρω ότι θα ανοίξεις τα μάτια σου.

The Kidnap Where stories live. Discover now