1. Παραλίγο.

2.6K 61 0
                                    

Θα μπορούσα ποτέ να είμαι σαν μία από αυτές τις γυναίκες σε αυτά τα βιβλία που διαβάζω; Ισχυρή. Θα μπορούσα ποτέ να είμαι αρκετά δυνατή για να ηγηθώ, να κάνω τη σωστή επιλογή και να μην είμαι εγωίστρια;
Θα μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου αν δεν ζούσα σ' ένα παραμύθι αλλά σ' έναν εφιάλτη;

Το κεφάλι της κόλλησε σε αυτή τη σκέψη μετά το κεφάλαιο του τελευταίου της βιβλίου. Περπατούσε για να γυρίσει σπίτι ενώ άκουγε μουσική με τα μεγάλα ακουστικά της. Ένα τραγούδι για βροχή, λουλούδια, πόνο και ραγισμένες καρδιές που διαλύθηκαν. Ένα τραγούδι που έγραψε και τραγούδησε στην κρεβατοκάμαρά της με την κιθάρα της αγκαλιά. Το περίεργο είναι ότι ο καιρός ήταν ζεστός, αυτή η τελευταία νύχτα του Αυγούστου ήταν μια από τις πιο ζεστές βραδιές του καλοκαιριού, κι όμως εκείνη φορούσε ζακέτα με κουκούλα.

Παιδιά έκαναν σκέιτμπορντ στο δρόμο φωνάζοντας, ενοχλήθηκε από αυτούς και έτσι άλλαξε το δρόμο της επιστροφής πηγαίνοντας από τα σοκάκια. Το τραγούδι της σταμάτησε και έβγαλε τα ακουστικά της ανεβαίνοντας σκάλες περπατώντας στο μπαλκόνι ενός συγκροτήματος πολυκατοικιών. Ήξερε την πόλη σαν την παλάμη της, τα σοκάκια, τα υπόγεια στενά... τον τρόπο να κρυφτείς από τα μάτια καθενός. Περπατούσε μέχρι να φτάσει στις σκάλες για να μπορέσει να κατέβει στον δρόμο όταν άκουσε κάποιον να ουρλιάζει. Σταμάτησε να περπατάει τριγύρω, ήταν σκοτεινά, αυτό το συγκρότημα ήταν εγκαταλελειμμένο. Δεν υπήρχαν φώτα μέσα σε κανένα διαμέρισμα κι εκείνη δεν ξανά άκουσε κανένα ήχο.

Πρέπει να σταματήσω να ακούω μουσική τόσο δυνατά...

Κούνησε το κεφάλι της και σ' ένα της βήμα άκουσε πάλι τα ουρλιαχτά. Κράτησε την αναπνοή της και έριξε μια ματιά στο παράθυρο του συγκεκριμένου διαμερίσματος, ήταν σκοτεινά, αλλά πίσω από αυτό το δωμάτιο υπήρχε ένα ελαφρύ φως. Έβγαλε το φακό της και έπιασε το χερούλι της πόρτας περίεργη να μάθει αν ήταν ανοιχτή, και για κάποιο λόγο ήταν. Μπήκε μέσα και άναψε το φακό της φωτίζοντας τον άδειο χώρο κι ύστερα το πάτωμα ώστε να βλέπει πού πατάει. Ακούγονταν ψίθυροι και ένα δυνατό μουγκρητό πίσω από τον τοίχο δίπλα της.

Ο φακός που κουβαλούσε μαζί της δεν ήταν τόσο δυνατός, αλλά το φως του ήταν αρκετό. Περπατούσε αργά με σταθερά βήματα και οι φωνές γίνονταν πιο δυνατές όσο πιο πολύ εκείνη πλησίαζε στην πόρτα, όπως και τα μουγκρητά. Έκλεισε το φακό και έβγαλε το κεφάλι της πιο έξω βλέποντας μέσα σ' εκείνο το μεγάλο χώρο που είχε δύο δυνατά φαναράκια για φως. Ήταν ένας άντρας που είχαν δέσει τα χέρια του σε σίδερα από το γκρεμισμένο πάτωμα του από πάνω ορόφου κι εκείνος κρεμόταν με πληγές στο σώμα του. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα σοκαρισμένη και χωρίς να το αντιληφθεί έκανε ένα βήμα μένοντας ακίνητη στο άνοιγμα της πόρτας παρακολουθώντας. Υπήρχαν συνολικά πέντε άνδρες συν τον τραυματία. Δύο από αυτούς στέκονταν πίσω και παρακολουθούσαν, οι τρεις τελευταίοι δεν φορούσαν μπλούζες λόγω της ανυπόφορης ζέστης. Είχαν κι οι τρεις το ίδιο τατουάζ στην πλάτη τους, ένα μαύρο κρανίο που έσταζε κόκκινες σταγόνες, σαν αίμα.
"Τελειώστε τον, δεν ξέρει τίποτα" ακούστηκε εντολή από τον ένα άντρα των δύο πίσω και τότε ένας από τους ημίγυμνους άντρες πυροβόλησε τον δεμένο και εκείνη έριξε το φακό της βάζοντας τα χέρια πάνω από το στόμα της κάνοντας παράλληλα βήματα προς τα πίσω.

 𝓓𝒾𝓮 𝓯ℴ𝓻 𝓶𝓮Where stories live. Discover now