Κεφάλαιο 88.

168 16 18
                                    

Ήταν πραγματικά απελπισμένη και δεν είχε ιδέα για την επόμενή της κίνηση. Όλα ήταν τόσο ωραία το μεσημέρι...Αποφάσιζαν να κάνουν μια νέα αρχή με τον Αντώνη. Τον Αντώνη,που τελικά τον έδεναν πολλά περισσότερα με τη Μαρία από όσα φανταζόταν. Είχε μαζί της ένα παιδί και δεν το γνώριζε ούτε ο ίδιος. Το παιδί αυτό το μεγάλωνε ο Ορέστης,ενώ ο πραγματικός του πατέρας ζούσε μακριά του και μάλιστα σχεδίαζε να πάει και σε άλλη πόλη,χωρίς να ξέρει... Η θέση της ήταν τρομερά δύσκολη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πει στον Αντώνη την αλήθεια ή όχι. Σίγουρα θα ήταν γι αυτόν μια πολύ σημαντική αποκάλυψη. Τον λυπόταν που η Μαρία του απέκρυψε κάτι τόσο σημαντικό, με τη συναίνεση του Ορέστη σε όλο αυτό. Της φαίνονταν σωστοί άνθρωποι κι όμως αυτό που έκαναν της φαινόταν ανήθικο. Στερούσαν από τον Αντώνη το δικαίωμα να ξέρει την αλήθεια και να είναι κοντά στο παιδί του. Από την άλλη,πώς θα του έλεγε κάτι τέτοιο χωρίς αποδείξεις? Αν τρελαινόταν με αυτό που θα άκουγε και γινόταν κανένα κακό? Σίγουρα θα γινόταν έξαλλος με τη Μαρία και τον Ορέστη και δεν θα είχε και άδικο,κατά τη γνώμη της. Μια φορά που εκνευρίστηκε όρμησε στον Ορέστη να τον χτυπήσει...αν μάθαινε κι αυτό τι θα ήταν ικανός να κάνει?

Για ένα πράγμα μόνο ήταν σίγουρη...Δεν έπρεπε να φύγει με τον Αντώνη από την Αθήνα,τουλάχιστον για την ώρα. Και η πιο κατάλληλη κίνηση προς το παρόν ήταν να ζητήσει τη συμβουλή ενός ατόμου που εμπιστευόταν απόλυτα. Σε εκείνον θα έλεγε την αλήθεια,δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά...


Η Ελευθερία είχε παρκάρει κάτω από την πολυκατοικία που έμενε ο Ορέστης. Το προηγούμενο βράδυ περίμενε ως αργά έξω από το εστιατόριό του και τον είδε να βγαίνει με τη Μαρία. Τους ακολούθησε,με σκοπό να μάθει πού ακριβώς έμεναν. Έτσι,ήταν πολύ πιθανό να έβρισκε και την Μελίνα και να της δώσει το μάθημά της.

Περίμενε από νωρίς το πρωί,μήπως και την δει να κατεβαίνει. Ο Αχιλλέας της την είχε περιγράψει εξωτερικά και έτσι θα την καταλάβαινε. «Μήπως την ειδοποίησαν και έχει κλειδαμπαρωθεί στο σπίτι?» αναρωτιόταν, μόλις είδε μια γυναίκα που κάτι της θύμιζε να βγαίνει από το κτίριο. Αυτή πρέπει να ήταν η νύφη της Βερόνικας,η Λένα. Την είχε δει σε κάποιες φωτογραφίες τότε που έκαναν παρέα. Ο χρόνος ήταν επιεικής μαζί της και έτσι κατάφερε να την αναγνωρίσει. Βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητό της και βρέθηκε μπροστά στη Λένα.

«Η Λένα δεν είσαι?» την ρώτησε ευθέως.

«Ποια είσαι εσύ και από πού με ξέρεις?» παραξενεύτηκε η γυναίκα,αν και μέσα της φανταζόταν ποια μπορεί να ήταν.

ΜΟΙΡΑΙΑ ΑΓΑΠΗ 2Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora