Κεφάλαιο Ένατο

254 35 60
                                    

Δύο εμετούς αργότερα η μεταφορά μου από το πλοίο στη βίλα που έχουν ενοικιάσει τα παιδιά, έγινε με εμένα να κοιμάμαι στη θέση του συνοδηγού, αγκαλιά με το φούτερ του Γιώργου. Κάπου ενδιάμεσα πρέπει να κάναμε στάση για να αφήσουμε τον Γιάννη στο ξενοδοχείο που δουλεύει η Αλεξ, αλλά δεν άνοιξα καν τα μάτια μου για να το επιβεβαιώσω. Το στομάχι μου είναι χάλια και το κεφάλι μου πάει να σπάσει.

«Έλα, πριγκίπισσα, σήκωσε τον κωλο σου, φτάσαμε!» ουρλιάζει ο Βαγγέλης στο αυτί μου.

«Σκάσε, ηλιθιε.» παραπονιέμαι, ανοίγοντας με δυσκολία τα μάτια μου. Αντικρίζω αμέσως την ενοχλητική του φάτσα, να με κοίταζει ειρωνικά και χαιρεκακα.

«Μμμ, τώρα σε ενοχλεί ε; Καλά να πάθεις!» τον σπρώχνω χωρίς να απαντήσω και βγαίνω από το αυτοκίνητο, κλείνοντας τη πόρτα. Προχωράω μέσα με τον Βαγγέλη, προτού αυτός πατήσει τον συναγερμό του αυτοκινήτου. Σταματάω ξαφνικά να περπατάω.

«Πες μου σε παρακαλώ πως δεν οδηγούσες εσύ!» Βαγγέλης και αυτοκίνητο δεν είναι ποτέ καλή ιδέα!

Εκείνος γελάει «Είσαι τρελή; Παζαρευω να μου δώσει το αυτοκίνητο να το οδηγήσω σε μια αλάνα με αυτόν συνοδηγό και δεν με αφήνει, θα με άφηνε σε νησί με άγνωστους δρόμους;» βγάζει απόλυτα νόημα η αλήθεια είναι.

«Ούτε πρόκειται ποτέ να σε αφήσω.» τον χτυπάει στον ώμο και γυρίζει να με κοιτάξει. Χαμογελάει, ένα μεγάλο χαμόγελο, και με πλησιάζει, τυλιγοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου.

«Έλα να δεις που σε έφερα!» με οδηγεί μέσα στη βίλα, μια τεράστια έκταση σε γαλανόλευκες αποχρώσεις. Μπαίνοντας μέσα νιώθω απευθείας λες και βρίσκομαι σπίτι μου. Παρά το γεγονός ότι είναι τεράστιο και αποτελείται από τρεις ορόφους, μου βγάζει κάτι τόσο γνώριμο και ζεστό. Ο πρώτος όροφος από ό,τι βλέπω αποτελείται από την κουζίνα που συνδέεται με ένα μεγάλο σαλόνι.

«Στον διάδρομο μέσα έχει δύο κρεβάτοκαμαρες, ένα μπάνιο και ένα wc. Ο πάνω όροφος έχει πάλι ένα σαλόνι, πιο μικρό, έχει τρία ακόμη δωμάτια και δύο μπάνια.» κάνει μια παύση, κοιτώντας με πονηρά «Μάντεψε εσύ που θα κοιμάσαι.» λέει τρομερά ενθουσιασμενος.

«Κωλόφαρδη!» παραπονιέται η Κυριακή, κατεβαίνοντας τη σκάλα. Κάτι μου λέει πως βρισκόταν στον τρίτο όροφο. «Εμένα με πάτε μέχρι ένα κρασάδικο και με ποτίζετε άρον-άρον για να με γυρίσετε σπίτι.» συνεχίζει τη γκρίνια.

«Στον τρίτο να υποθέσω;» απαντάω ωστόσο στον Γιώργο, αγνοώντας τη γκρίνια της αδερφής μου.

ΥποσχέσειςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora