Part 49

1.2K 187 7
                                    

Η μητέρα μου γύρισε αργά εκείνο το απόγευμα και μέχρι εκείνη την στιγμή ο Αλέκος ήταν εκεί και μου έκανε παρέα.Το βράδυ φάγαμε όλοι μαζί τον μουσακά που είχα ζητήσει από τα κορίτσια ως πρόφαση το μεσημέρι και αφού τελειώσαμε τους καληνυχτισα και πήγα στο δωμάτιο μου.
Μίλησα για λίγο με τον Άλκη και μετά έμεινα να κοιτάω το ταβάνι ξαπλωμένη.

Σε λίγες μέρες κλείνουμε ένα χρόνο.Ένα χρόνο από εκείνη την μοιραία μέρα που ο τρελός μου μηχανοβιος πετάχτηκε μπροστά μου.
Τόσοι τσακωμοί,τόσα φιλιά.Είμαι ευγνώμων που τον εχω.Είναι σαν δώρο που στάλθηκε στη ζωή μου για να την ταρακουνήσει και τα κατάφερε.
Σκηνές από ότι έγινε το μεσημέρι έρχονται στο μυαλό μου.Ήταν η πρώτη φορά που δεν ντράπηκα για ότι εκανα.Μα γιατί να ντραπω άλλωστε?
Το να κάνεις έρωτα με το άτομο που αγαπάς είναι το καλύτερο πράγμα μα εγώ ντρεπόμουν να το παραδεχθώ μέχρι σήμερα.
Οι σκέψεις τρέχουν μέσα στο μυαλό μου και ο ύπνος με παίρνει πιο γρήγορα απ'όσο νόμιζα.



Το επόμενο πρωί ξυπνάω και ένα κακό προαίσθημα με κατακλύζει.
Πάλι με έπιασαν τα υπαρξιακά μου?
Το αγνοώ και σηκώνομαι από το μαλακό μου κρεβάτι με σκοπό να ξεκινήσω κανονικά την μέρα μου.
Όταν φτάνω στην τραπεζαρία, η μητέρα μου είναι ήδη εκεί και τρώει πρωινό.

-Καλημέρα. Χαμογελάω
-Καλημέρα γλυκιά μου. Απαντάει και κάθομαι απέναντι της

Βάζω λίγο ζεστό καφέ σε μια κούπα και αλειφω μια φρυγανιά με βούτυρο και μέλι.
Σκέφτομαι την χθεσινή συνομιλία μας  με τον Αλέκο σχετικά με την μητέρα μου και παίρνω την απόφαση.
Θα της μιλήσω για τον Άλκη.Αρκετά κράτησε όλο αυτό.Πόσο άσχημα μπορεί να το πάρει άλλωστε?Δεν είναι και κανένας εγκληματίας.

Σηκώνω το κεφάλι μου για να την κοιτάξω μα αυτή κοιτάει το πιάτο της μασουλωντας ένα κομμάτι κέικ.

-Μαμά? Λέω με σιγανή φωνή και αμφιβάλλω αν με άκουσε.
-Ναι? Λέει και γυρίζει να με κοιτάξει

Παίρνω μια βαθιά ανάσα.

-Θέλω να σου μιλήσω σχετικά με κάτι.
-Πες μου Νάντια μου. Απανταει ανυποψίαστη

-Εγώ... Πάω να πω αλλά η Μαρία μπαίνει στο δωμάτιο διακόπτοντας με

-Κυρία σας ζητάνε στο τηλέφωνο.Είναι από την εταιρεία. Λέει απευθυνόμενη στην μητέρα
-Έρχομαι αμέσως.Νάντια μου θα τα πούμε αργότερα εντάξει? Λέει ενώ σηκώνεται βιαστικά από την θέση της.

Γνεφω καταφατικά και ριχνω την πλάτη μου στην καρέκλα.

Όταν βλέπω ότι η ώρα είναι περασμένες εννιά φευγω μιας και στις δέκα πρέπει να είμαι στη σχολή.

Στη διαδρομή παίρνω τηλέφωνο την Ελίνα για να κανονίσουμε να βρεθούμε το βράδυ μιας και έχουμε μέρες να τα πούμε από κοντά.








Ένα βαρετό εξαωρο στην σχολή περνάει με εμένα να παρακολουθώ όπως όπως κάθε μάθημα.

-Θα έρθεις για καφέ? Με ρωτάει η Μαργαρίτα,μια συμφοιτητρια μου καθώς φεύγουμε από την σχολή

-Ναι αμέ! Απαντάω πρόθυμα

Την ώρα όμως που είμαι έτοιμη να την ακολουθήσω, το κινητό δονείται στην τσέπη μου και σταματάω για να δω ποιος μου έστειλε μήνυμα.

"ΕΛΑ ΣΠΙΤΙ ΑΜΕΣΩΣ"  Είναι το μόνο που γράφει και είναι σταλμένο από την μητέρα μου

Έχω αρχίσει και επισήμως να ανησυχώ.

-Μαργαρίτα πρέπει να γυρίσω σπίτι.Θα τα πούμε. Είναι το μόνο που της λέω και φεύγω φουριωζα προς την αντίθετη κατεύθυνση

Στο δρόμο προσπαθώ να συγκεντρωθώ στην οδήγηση μα μου είναι αδύνατον.Τι μπορεί να συνέβη? Η ανυπομονησία μαζί με το άγχος μου με κάνουν να πατήσω το γκάζι παραπάνω απ'όσο θα έπρεπε.Τα μάτια μου θολώνουν.Πρέπει να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται στο σπίτι.Αυξανω λίγο ακόμα την ταχύτητα και προσπερναω δυο-τρία αυτοκίνητα που βρίσκονται μπροστά μου κα που για τα δεδομένα της στιγμής μου φαίνονται ότι προχωρούν υπερβολικά σιγά.


Φτάνω στο σπίτι και σταματάω μπροστά στην πόρτα.Ο φύλακας δεν είναι εκεί και αυτό με κάνει να ανησυχώ ακόμα περισσότερο.
Βγαίνω από το αμάξι και περπατάω μέχρι την εξώπορτα της επαυλης.Είναι ανοιχτή.
Μπαίνω μέσα στην έπαυλη και τρέχω προς το σπίτι.

-Μαμά?Μαρία?Γωγώ? Φωνάζω μόλις μπαίνω σπίτι αλλά δεν παίρνω απάντηση

Η ησυχία απλώνεται παντού μέσα στον χώρο και αυτό με τρομάζει ακόμα πιο πολύ.

Προχωράω με αργά βήματα όταν μερικά μουγκρητα σπάνε την σιωπή.Προσπαθώ να καταλάβω από που έρχονται.Από την κουζίνα.
Με αθόρυβα βήματα κατευθύνομαι προς την κουζίνα και ο θόρυβος όσο πάει και μεγαλώνει.Ανοίγω την πόρτα και στο θέαμα να μάτια μου γουρλωνουν.
Η Μαρία βρίσκεται δεμένη χειροπόδαρα σε μια καρέκλα με το στόμα της κλεισμένο με μονωτικη ταινία.Μόλις με βλέπει τα ματια της ανοίγουν διάπλατα και αρχίζει να κουνάει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά μουγκριζοντας.Πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα προς το μέρος της,ένα χέρι κλείνει το στόμα μου με ένα βρεγμένο πανί.Νιώθω τα ματια μου βαριά και το μαύρο απλώνεται παντού.

Ερωτεύτηκα τον δολοφόνο μου.حيث تعيش القصص. اكتشف الآن