Part 42

1.3K 194 3
                                    

-Πλευρά Άλκη-

Έχει νυχτώσει για τα καλά και εγώ έχω τηλεφωνήσει στην Νάντια δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές.Γαμωτο κι αν της συνέβη κάτι? Κάθε ώρα που περνάει η ανησυχία μου μαζί και ο φόβος μεγαλώνουν.
Αν της έκανε κάτι αυτός ο μαλάκας θα τον σκοτώσω.
Δεν ξέρω τι να κάνω και σταματάω να την καλώ.Δεν έχει νόημα.

Ξαπλώνω στο κρεβάτι και μάταια προσπαθώ να κοιμηθώ.
Στο τέλος καταλήγω να στριφογυρναω σαν το φάντασμα στο σαλονι.Και εκεί μου έρχεται η μια ιδέα.Θα τηλεφωνήσω στην Ελίνα.Αυτή όλο και κάτι θα ξέρει.Σωστά?

Ωστόσο κοιτάζοντας το ρολόι καταλαβαίνω ότι η ώρα είναι περασμένες δώδεκα οπότε θα την πάρω αύριο το πρωί.

Το πρωί με βρίσκει ξύπνιο και ζήτημα αν έχω κοιμηθεί τέσσερις ώρες.Σηκώνομαι και φτιάχνω έναν καφέ ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να βρω στις επαφές του κινητού μου τον αριθμό της Ελινας.

-Παρακαλώ? Λέει από την άλλη μεριά η νυσταγμενη φωνή της
-Ελίνα καλημέρα, ο Άλκης είμαι
-Καλημέρα Άλκη.Πως και με θυμήθηκες πρωί πρωί?
-Συγγνώμη που σε ενοχλησα τέτοια ώρα αλλά μήπως ξέρεις αν γύρισε η Νάντια από Λονδίνο?
-Ναι χθες βράδυ.Δεν μιλήσατε? Ακούγεται παραξενεμενη
-Όχι.Την παίρνω από χθες αλλά το έχει κλειστό.
-Εγώ πάντως πήγα να την δω χθες βράδυ αλλά κοιμόταν.Μάλλον θα ήταν κουρασμένη γι'αυτό είχε κλειστό το τηλέφωνο.
-Μάλιστα.Εντάξει τότε απλώς ανησύχησα. Παραδέχομαι

Μόλις κλείνω το τηλέφωνο ανακουφιζομαι λιγάκι.

Ξαφνικά θυμάμαι ότι σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα στην δουλειά οπότε πρέπει να ετοιμαστώ για να φύγω.
Κάνω ένα γρήγορο μπάνιο,ντύνομαι και φεύγω από το διαμέρισμα.

Ένα ψυχρό αεράκι με κατακλύζει τρέχοντας με την μηχανή μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι έχει μπει ο Οκτώβρης.
Σταματάω μπροστά στο café που μόλις έχει ανοίξει αν κρίνω από το πόσα άτομα έχει μέσα.Ο κύριος Γιώργος με χαιρετάει και προσπαθεί να μου εξηγήσει την δουλειά.





Οι ώρες περνούν βροχή και όταν έχω πλέον σχολάσει ο ήλιος έχει αρχίσει να χάνεται.Για πρώτη μέρα τα πήγα πολύ καλά.Δεν ήταν και τίποτα το δύσκολο.
Κοιτάω το κινητό μου για τυχόν κλίσεις από την Νάντια όμως τίποτα.Έτσι της τηλεφωνώ αλλά η απάντηση είναι η ίδια με τις προηγούμενες φορές.Και τότε καταλαβαίνω.
Η Βίκυ έχει βάλει το χεράκι της πάλι...

Καβαλάω την μηχανή και ξεκινάω ξέροντας εξαρχής τον προορισμό.Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι.

Η διαδρομή είναι αρκετή αλλά δεν με νοιάζει καθόλου.Μου παίρνει σχεδόν μισή ώρα μέχρι να φτάσω.

Μόλις η πολυτελής έπαυλη ξεδιπλώνεται μπροστά μου σταματάω την μηχανή.

Πρέπει να μπω μέσα αλλά γαμωτο στην είσοδο υπάρχει ένας φύλακας.Μάλλον θα χρειαστεί να κάνω κάτι άλλο.

Αφήνω την μηχανή σε ένα μη ορατό σημείο και με ελαφρά βήματα πηγαίνω στο πίσω μέρος της επαυλης.Ανεβαίνω στο όχι και τόσο ψηλό τοιχακι και παίρνοντας τα κάγκελα πηδάω και βρίσκομαι μέσα στον κήπο.

Ευκολακι. Σκέφτομαι

Αν σε έπιανε ο φύλακας θα σου λεγα εγώ ευκολακι. Φωνάζει η φωνή της λογικής μέσα μου μα την αγνοώ.Σε κάτι τέτοιο δεν υπάρχει λογική.

Και τώρα? Ποιο απ'όλα τα παράθυρα είναι το δωμάτιο της?

Η τύχη όμως είναι με το μέρος μου καθώς βλέπω την φιγούρα της πίσω από τις κουρτίνες του ενός παραθύρου.

Ερωτεύτηκα τον δολοφόνο μου.Where stories live. Discover now