Κεφάλαιο 22

8.5K 681 28
                                    


Η Νεφέλη μετά την δουλειά αποφασίζει να περάσει από το σπίτι της μητέρας της, να δει τι κάνει, να της δώσει μια ζεστή και τρυφερή αγκαλιά... ενάμιση μήνας πάει από τότε που ''παντρεύτηκε'' και της έχει λείψει τόσο πολύ το σπιτικό της, το αληθινό σπιτικό της η αλήθεια είναι!

«Μανούλα μου γλυκιά... πόσο μου έλειψε να γυρίζω από την δουλειά και να κρύβομαι στην αγκαλιά σου.» της λέει ενώ την αγκαλιάζει και μένει για ώρα... μέσα στη ζεστή μητρική αγκαλιά.

«Κι εμένα μου λείπεις κοριτσάκι μου... αλλά ξέρω πως τώρα είσαι με τον άντρα σου, τον άνθρωπο που διάλεξες να έχεις στο πλευρό σου κι είμαι χαρούμενη, χαίρομαι γιατί ξέρω πως είσαι ευτυχισμένη!» σχολιάζει η μητέρα της.

Πόσο θα ήθελε να είχε δίκιο... αλλά...

«Μμμ... τι ωραία μυρωδιά είναι αυτή;» προτιμάει να αλλάξει θέμα.

«Έχω φτιάξει κοκκινιστό... το αγαπημένο σου! Έλα να σου βάλω να φας και να πάρεις σε ένα ταπεράκι και για τον Αλέξη, είμαι σίγουρη πως θα ξετρελαθεί...» την πιάνει από το χέρι και την οδηγεί προς την κουζίνα «Σήμερα θα έρθει και η συμπεθέρα... θα κάτσουμε εδώ στο σπίτι να τα πούμε! Την έχω λατρέψει... πολλές φορές νιώθω πως γνωριζόμαστε χρόνια κι είμαστε δύο καλές φίλες...» σχολιάζει ύστερα η μητέρα της, κάνοντας την Νεφέλη να χαμογελάσει με το γεγονός του ότι έχει βρει... μια νέα φίλη! Ακόμη κι αν αυτή είναι η ''πεθερά'' της, η οποία και ξέρει πως είναι μια υπέροχη γυναίκα... «Αχ Νεφελάκι μου πόσο χαίρομαι για εσένα, για τον γάμο σου... για όλα! Μα ξέρεις πότε θα ολοκληρωθεί η χαρά μου;» την ρωτάει κι η κοπέλα αφήνει το πιρούνι στο πιάτο στρέφοντας την προσοχή της προς τη μητέρα της, μασώντας τη μπουκιά που μόλις έβαλε στο στόμα της και την παροτρύνει να συνεχίσει «Όταν θα μου ανακοινώσεις πως περιμένεις και μωράκι... να προλάβω να δω κι ένα εγγονάκι!»

«Τι είναι αυτά που λες μαμά; Μη μιλάς έτσι...» την μαλώνει για τον τρόπο που σκέφτεται... θεωρούσε πως η μητέρα της τόσο καιρό είχε πίστη στις θεραπείες της κι όχι πως σκεφτόταν πως... δεν θα προλάβει να δει το... εγγονάκι της;

«Μια χαρά τα λέω εγώ... κι έλα φάε το φαγάκι σου τώρα μην αργήσεις να πας σπίτι, σε περιμένει ο άντρας σου...»

Η Νεφέλη μπαίνει στο διαμέρισμα στο οποίο επικρατεί πλήρης ησυχία... ο Αλέξης λογικά όπως συνήθως κάπου θα βρίσκεται, πολλές φορές απορεί με τον εαυτό της και το γεγονός του ότι αισθάνεται πράγματα για αυτόν τον άνθρωπο... Υπό άλλες συνθήκες δεν θα γύριζε να τον κοιτάξει, αλλά τώρα... ώρες, ώρες αναρωτιέται μήπως φταίει το γεγονός του ότι ζουν μαζί και μόλις ''χωρίσουν'' θα τον ξεπεράσει, αλλά από την άλλη όταν βρίσκεται στην δουλειά... ανυπομονεί για την στιγμή που θα γυρίσει στο σπίτι έστω και για να τον δει, να ανταλλάξει ένα απλό ''γεια'' μαζί του.

«Νεφέλη;» ακούει την πόρτα να ανοίγει και να φωνάζει το όνομα της.

Μόλις έχει αλλάξει ρούχα και προχωράει από τον διάδρομο προς το σαλόνι. Τον βλέπει να στέκει χαρούμενος στη μέση του σαλονιού, κρατάει κάτι χαρτιά στα χέρια του... τα μάτια του λάμπουν!

«Τάξε μου...» της ζητάει.

«Τι να σου τάξω;» τον ρωτάει μπερδεμένη.

«Τάξε μου που σου λέω... ή μάλλον θα σου τάξω εγώ!» το σκέφτεται «Χμ... θα βγούμε για φαγητό απόψε το βράδυ!» της λέει και την μπερδεύει, τι έπαθε στα καλά καθούμενα;

«Τι έγινε; Θα μου πεις;» τον ρωτάει μπερδεμένη.

«Πήγα από τον συμβολαιογράφο... και μετά περάσαμε κι από τον δικηγόρο και τέλος πάντων όλα αυτά τα διαδικαστικά που βαριέμαι, ξέρεις τώρα χαρτούρα και όλα τα σχετικά... και πλέον η περιουσία του θείου... πέρασε στο όνομα μου!» της παραδέχεται χαρούμενος κι αφού την πλησιάσει την σηκώνει στην αγκαλιά του κάνοντας την σβούρες.

«Αυτό... αυτό που ήθελες... συγχαρητήρια...» αφού την αφήσει κάτω σχολιάζει... «Χαίρομαι για σένα...» λέει στην συνέχεια... αυτό ήταν...

«Τι έπαθες;» την ρωτάει μπερδεμένος.

«Χαίρομαι... πως δεν χαίρομαι..» σχολιάζει εκείνη «..Έλα να φας.» συνεχίζει ύστερα και προχωράει προς την κουζίνα, με εκείνον μπερδεμένο να την ακολουθεί.

«Γιατί συννέφιασες; Νόμισα πως θα χαρείς...» της λέει και κάθεται στην καρέκλα.

«Να σου βάλω κοκκινιστό;» τον ρωτάει.

«Νεφέλη...» ξεφυσάει και σηκώνεται από τη θέση του για να την πλησιάσει «...κοίτα με...» πιάνει το πρόσωπο της στις παλάμες του και την παροτρύνει να τον κοιτάξει «...χαμογέλα μου κορίτσι μου, μη μου συννεφιάζεις!» τον κοιτάζει έκπληκτη...

«Τι παθαίνεις;» αναρωτιέται εκείνη «Πως... δηλαδή...» μπερδεύεται.

«Νομίζω πως έχω αλλάξει όλον αυτό τον καιρό...» σχολιάζει εκείνος.

«Ναι, αλλά...»

«Και για μένα δεν είναι εύκολο... συνηθισμένος σε έναν άλλο τρόπο ζωής εδώ και χρόνια μου είναι δύσκολο ακόμη και σε μένα τον ίδιο να παραδεχτώ κάποια πράγματα! Νιώθω ευάλωτος... κοντά σου!»

(Πολλά φιλιά!)

Ο κληρονόμοςWhere stories live. Discover now