2. ΜΑΡΙΟΣ

2.3K 266 66
                                    

Νιώθω ένα μούδιασμα στο χέρι μου.Ποσες ώρες να κοιμάμαι;Μάλλον πολλές.

Μετά ανοίγει η πόρτα στο δωμάτιο και βάζω γρήγορα το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι για να μην τον δω.Ή Καλυτερα μην με δει αυτός.

Δεν ξέρω πως πήρε τα κλειδιά μου αλλά τα πήρε.Και έκανε αντικλείδια.Και τώρα μπαινει όποτε θέλει πραγμα που με εκνευριζει.

«Ξέρεις τι ώρα είναι;»ρωτάει και ακούω τις κουρτίνες να ανοίγουν.
«Ώρα να εξαφανιστείς από εδώ»λέω.
«Τι γλυκός που είσαι ώρες ώρες...»λέει.

Δεν απάντησα.Δεν θέλω κανέναν τους να έρχεται εδώ.Αλλα οσες φορές και να το λέω δεν με ακούνε.

«Τι βρομάει εδώ;Εκτός από την διάθεση σου δηλαδή...»λέει.
«Παρη δεν έχω όρεξη...»
«Γιατί ποτέ εχεις τον τελευταίο καιρό;»ρωτάει.

Θέλω να μενω μόνος στο σπιτι.Αλλα κανείς δεν το καταλαβαίνει πια.Γιατι δεν συνεχίζουν την ζωή τους κανονικά πια να με αφήσουν στην ησυχία μου.Ποτε δεν ζήτησα τίποτα από κανέναν τους.

«Ήρθε η κοπέλα που σου έλεγα.Προσπαθησε να είσαι καλός.Μην της φέρεσαι σαν βλάκας»
«Δεν χρειάζομαι βοήθεια.Τα καταφέρνω μια χαρά»
«Το βλέπω.Βρωμαει λες και μένουν γουρούνια εδώ...»λέει.

Κράταγα το μαξιλάρι στο πρόσωπο μου αλλά έρχεται κοντά και το τραβάει.Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ήλιο.Συνηθιζα να τρελενομαι για το καλοκαίρι.Οχι πια.

«Θα της πεις ένα γεια;»
«Όχι»λέω.Δεν χρειάζεται.
«Είσαι σπαστικός με το θεο»λέει νευριασμενα.

Σηκώνομαι και προσπαθώ να τεντοθω.Ποναει όλο μου το σώμα.Ακουγονται τα κόκκαλα μου.

«Θα έρθεις το βράδυ από το μαγαζί του Στέφανου;»
«Όχι»λέω.
«Στο σπιτι μου;»όχι.
«Να ερθουμε εμείς εδώ;»
«Όχι»λέω πάλι.

Το έχουν ξανακάνει πολλές φορές.Εγω καταλήγω στο δωμάτιο μου κλειδωμένος και αυτοί καταλήγουν να χτυπανε την πόρτα για να τους ανοίξω.

Δεν με ενδιαφέρει η παρέα τους.Δεν με ενδιαφέρει η παρέα κανενός.Δεν την ζήτησα έτσι δεν την θέλω.

«Μάριε πρέπει να βγεις από εδώ μέσα...»λέει.Η φωνη του ηρέμησε.Μπορω να δω την ανησυχία του.Ερχεται κάθε μέρα.ΚΑΘΕ.ΜΕΡΑ.

Ποτέ πριν δεν ερχόταν κάθε μέρα.Αλλα από τότε που....από τότε που έγινε αυτό όλα άλλαξαν.Ολοι άλλαξαν.Ακομα και η Άννα έρχεται.Που με μισούσε πριν.

«Δεν σου κάνει καλό να είσαι όλη μέρα σπιτι.Μονος...»λέει.
«Δεν είμαι μόνος...»απαντάω.
«Τι εννοείς δεν είσαι μόνος;Θες να με τρελάνεις;»λέει.

Νομίζει ότι τον κοροϊδεύω.Δεν ξέρει.Για αυτό.Δεν ξέρει ότι δεν είμαι μόνος.Αλλα δεν χρειάζεται να μάθει και ολας αρα δεν απαντάω.

«Μαριε έχει περάσει ενάμιση χρόνος...»λέει.Λες και δεν το ξέρω.Λες και δεν μετράω τις μέρες ακόμα και τις ώρες από την χειρότερη μέρα της ζωής μου.
«Θα δουλέψω λίγο.Μπορεις να φύγεις;»λέω και ανοίγω το λαπτοπ μπροστά του για να το κάνω πιο πειστικό.

Κάνω πως κοιταω εκει κάτι.
«Καλά.Φευγω.Να είσαι καλός μαζί της οκ;Είναι καλή κοπέλα»
«Αντίο»του λέω.

Ανοίγει την πόρτα και βγαίνει.Οταν την κλεινει και μενω μόνος κλείνω πάλι το λαπτοπ και το πετάω στο κρεβάτι.Παιρνω ένα μπουκάλι από χθες που είχε μείνει λίγο και το πίνω.Εκαψε λίγο τον λαιμό μου στην αρχή αλλά μετά πέρασε γρήγορα.Εχει γίνει φίλος μου πια.

«Νομίζω πρέπει να της πεις ένα γεια»ακούω την φωνη της αλλά δεν με ξάφνιασε.Δεν με τρομαξε.Την περιμενα.

Γυρνάω το κεφάλι μου και την βλέπω διπλα μου.
«Άργησες...»
«Έχω δουλειά ξέρεις και εγώ.Και οι πεθαμένοι έχουν πραγματα να κάνουν...»λέει με το ένα της φριδι σηκωμένο.

Αυτό πόνεσε λίγο.Η λέξη «πεθαμένος».Όχι ότι δεν το ξέρω ότι έχει πεθάνει απλά όταν το λέει η ίδια ακούγεται άσχημο.Ποναει πιο πολύ.

«Έλα μην εχεις τέτοια μούτρα...»λέει γελώντας.
«Δεν έχω.Καλα είμαι...»λέω.
«Ωραια.Γιατι ο Παρης έχει δίκαιο.Πρεπει να βγεις λίγο.Μην είσαι μόνος»

«Δεν είμαι μόνος Αλεξ...έχω εσένα...»λέω.

Θα Σε Ξεχασω (#4 Σαντα Ροζα)Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz