10. ΜΑΡΙΟΣ

2K 257 32
                                    

Με επριξε έτσι το σήκωσα.
«Τι θες Στέφανε;»λέω κατευθείαν.
«Παναγία μου τι νεύρα είναι αυτά;!»λέει.
«Με πήρες.Θες κάτι;»λέω.
«Ναι φιλε μου.Ο κόσμος ξεκινάει με ένα «τι κανείς;» ξέρεις...»μου την λέει.
«Τι κανείς;Θες κάτι;»ρωτάω αφού έτσι το θέλει.

Γελάει.
«Όχι ακριβώς αλλά θα το μάθεις που θα πάει...σπιτι είσαι;Τι ρωτάω...Που άλλου να είσαι...»λέει.
«Ναι σπιτι είμαι.Παρακατω!»λέω.Να τελειώνουμε κάποια στιγμή.

«Έρχεται η Ξενια από εκει οκ;»λέει.
«Όχι.Δεν θέλω να έρθει...!»λέω.
«Δεν σε ακούω καλά.Τι ειπες;»ρωτάει.

Μαλακιες.
Μια χαρά με ακούει.

«Τελοσπαντων γιατί ξέρεις δουλεύω.Ναι ακόμα δουλεύω.Σε αυτό το μαγαζί.Το θυμασε το μαγαζί;Ναι ζει ακόμα...»απαντάει όλο ειρωνία.
«Η Ξενια να μην έρθει.Εχω δουλειά...»
«Θέλει όμως.Αλλα έχει κλειδιά.Μην ανχωνεσαι»λέει.Ναι.Ανχωθηκα πολύ.Τι να σου πω.

«Και αυτή;Όλοι έχετε κλειδιά πια;»νευριάζω.
«Ο Παρης της τα έδωσε.Φευγω τώρα.Να προσεχεις τον ευατο σου...»λέει και το κλεινει πριν πω κάτι άλλο.

Πετάω το κινητό στο κρεβάτι.
Δεν μπορώ να μείνω μόνος πια;

«Μάριε Μάριε είσαι εδώ...!»ακούω την φωνη της Ξένιας από το σαλόνι.Περπαταω μέχρι εκει.Ισως πρέπει να αλλάξω κλειδαριά και να ησυχάσει το κεφάλι μου.

Την βλέπω εκει με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.Ειχα καιρό να την δω.Εχει ψηλώσει.

«Γεια»λέει και έρχεται κοντά και βάζει τα χέρια στην μέση μου και το κεφάλι στο στήθος μου.Την σπρωχνω απαλά.

«Τι θες εδώ μικρή;»λέω.
«Βαρεθηκα σπιτι και είπα να δω τι κανείς...»λέει.
«Δεν εχεις μαθήματα να κανείς;»
«Όχι.Εχω τον Παρη έξω...»λέει και κάνει ένα γύρω στο σαλόνι.

Έξω;Και πως και δεν μπαινει;

«Τι κανει έξω;»λέω.
«Είναι η ώρα που τον πάω βόλτα τώρα να κάνει την ανάγκη του...»λέει.Α!Εννοει τον σκύλο της.Οχι τον ξάδερφο μου.

«Θα έρθεις μαζί μου να τον πάμε μια εδώ γύρω;Εχει ωραια μέρα...»λέει.
«Όχι»
«Γιατι;»
«Γιατί έχει ήλιο»βρίσκω το πρώτο πραγμα να πω.
«Και;Θα λιώσεις;»λέει.

Όλο εξυπνάδες είναι.Τα ξέρει όλα και καλά.

«Μπορεί...»λέω.
«Έλα.Μην με αφήσεις μόνη»παρακαλάει.
«Που είναι ο Σωτηράκης καταρχάς;Εσείς δεν είστε αυτοκόλλητοι;»ρωτάω αφού σπάνια βλέπεις τον έναν χωρίς τον άλλον.
«Είχε μια δουλειά με την μαμά του.Παμε;Δεν θέλω να κάνει κακακια του στην αυλή σου...»
«Όχι όχι στην αυλή μου!Παμε!»λέω.Μετα όχι μόνο θα Μυριζει αλλά θα πρέπει να τα καθαρίσω εγώ.Αυτος είναι ο λόγος που ποτέ δεν ήθελα σκύλο.

Βγαίνω έτσι με την σαγιονάρα.Σιγα.Μεχρι πιο κάτω θα πάω.Δεν θα κάτσω πολύ.

Ο ήλιος ήταν αρκετά έντονος και είχε κόσμο στην παραλία.Η Ξενια διπλα μου κρατώντας το λουρί του Παρη πηγαινε χαρωπή χαρωπή.Μεσα στο κέφι ήταν.Αλλα πάντα έτσι είναι θα μου πεις.

Ο κόσμος ήταν αρκετός για αυτόν τον μήνα.Ερχεται το καλοκαίρι αρα σε πολύ λίγο καιρό θα γεμίσει αυτό εδώ το μέρος όλο κόσμο.

Δεν ανυπομονω για αυτό βασικά.Ουτε πέρσι ανυπομονουσα ούτε φέτος το κάνω.

«Ωραια μέρα έτσι;Ζεστη...»λέει.
«Δυστηχως ναι.Κανει ζεστη...»λέω.Φοραω μαύρη μπλούζα έτσι ζεσταίνομαι ακόμα πιο πολύ.

«Γιατί δυστηχως;Εσυ δεν έλεγες πως το καλοκαίρι σου ανήκει;Πως πρέπει κάθε μέρα να είναι καλοκαίρι και να μην υπάρχει χειμώνας;»ρωτάει.

Δεν περιμενα να τα θυμάται αυτά.Αλλα όντως το έλεγα.Αλλα τότε ήταν αλλιώς τα πραγματα.Ειχα αλλά πραγματα στο μυαλό.Τωρα έχω αλλά.Τωρα θέλω την ησυχία μου και να είμαι σπιτι για να βλέπω την Αλεξ μου.

«Ήμουν παιδί τότε...»λέω.
«Όχι δεν ήσουν.Απλα εχεις αλλάξει.Εισαι άλλος Μαριος τωρα.Δεν γελάς τόσο.Δεν κανείς πλάκες.Δεν ερχεσαι στο μαγαζί»λέει.Εμεινα έκπληκτος για λίγο.Δεν περιμενα κάτι τέτοιο από την Ξενια.Δεν περιμενα να τα πει αυτά.

Δεν γελάω.Πως να γελασω;Όταν έχασα την Αλεξ πως να γελάσω πάλι;Την έχασα.Εφυγε.Πριν προλάβω να της πω ότι ήθελα να της πω.Αυτη με περιμενε τόσο καιρό.Να κάνω μια κίνηση,να δειξω κάτι.Και όταν πήγα να το κάνω ήταν αργά.Και ξέρω ότι την βλέπω και Χερομαι που το κάνω.Αλλα δεν μπορώ να την αγγίξω.Να την φιλήσω.

«Και εμένα μου λείπει ξέρεις...η Αλεξάνδρα...και εμένα μου λείπει»λέει.Δεν θα κλάψω.Θα πάω σπιτι θα εμφανιστεί και νιώσω Καλυτερα.Ναι αυτό πρέπει να κάνω.

«Πρέπει να φυγω»λέω.
«Καλά...»λέει και παιρνει τον Παρη στην αγκαλιά της.
«Πηγαινε σπιτι σου εντάξει;»λέω.Δεν ξέρω αν κάνει να μένει μόνη της έξω στο δρόμο.
«Μην ανησυχείς.Ετσι και αλλιώς τα πήρα τα είκοσι ευρώ»λέει και φεύγει.

Τι;

«Ποια είκοσι ευρώ;»φωνάζω.
Γυρνάει να με δει.
«Ο Στεφανος είπε θα μου δώσει είκοσι ευρώ αν καταφέρω να σε βγάλω από το σπιτι έστω και για δυο λεπτά.Τα καταφερα...»λέει γελώντας.

Εκανα βήματα πίσω και έτρεξα προς το σπιτι.Παω στο δωμάτιο και περιμένω να έρθει.Πρεπει να την δω.Να της μιλήσω.

Έρχονται στο μυαλό μου οι εικόνες που δεν θέλω να σκέφτομαι.
Νεκρη.Στο δωμάτιο της.Ασπρη.Κρυα.Να παρακαλαώ να σηκωθεί αλλά να μην το κάνει.

«Τι μούτρα είναι αυτά πάλι;»ακούω την φωνη της και έτσι μπορώ να αναπνεύσω πάλι.Δεν το κατάλαβα πως τόση ώρα κράταγα την ανάσα μου.

Την βλέπω και ξεχνάω την σκληρή πραγματικότητα για λίγο.Ειναι εδώ.
Απεναντι μου,πανέμορφη όπως πάντα.

Θα Σε Ξεχασω (#4 Σαντα Ροζα)Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin