~κεφάλαιο 17~

1.9K 258 48
                                    



Το υπόλοιπο  απόγευμα η Αγνή απομονώθηκε στη σοφίτα μιας και όπως είπε  δεν δούλεψε καθόλου το πρωινό με την βόλτα μας  και ήθελε να προχωρήσει τον πίνακα της. 

Ο γέρος Θοδωρής γύρισε  και αυτός ηλιοκαμένος και ανανεωμένος ,με δυο τσάντες γεμάτες ψάρια και θαλασσινά που  ήταν η σημερινή ψαριά τους  και στρώθηκε να  τα καθαρίσει και να  τα ετοιμάσει για ψήσιμο και εμένα μου ανέθεσε  να ετοιμάσω τη ψησταριά μιας και η έκφραση αηδίας στο πρόσωπο μου όσο τα έσχιζε και τράβαγε τα εντόσθια τους παραλίγο να μου προκαλέσει εμετό. 


Μου θύμισε η μυρωδιά το  αλησμόνητο αιδοίο της Παπαχαραλάμπους!!!!

Και να με τώρα...


Με ένα στρατιωτικό παντελόνι και ένα  λευκό αμάνικο φανελάκι- τι πρωτότυπο αλήθεια-   να παλεύω πόση ώρα μάταια εντελώς  να βάλω φωτιά στα κάρβουνα  που έχω φορτώσει τη σιδερένια ψησταριά που βρήκα στη μικρή  βεράντα της μπροστινής αυλής. Καλά δεν τα τηγάνιζε και αυτός να ξεμπερδέψουμε.. Τι την ήθελε την φωτιά, αναρωτιέμαι και ανάβω άλλο ένα σπίρτο το οποίο πετάω στο σωρό από κάρβουνα.

Μάταια όμως.. μόνο η μυρωδιά του σπίρτου θυμίζει φωτιά μιας και αυτό σβήνει και καταλήγει σβηστό κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα που έχω πετάξει. Αν ανάψω εγώ φωτιά να κάτσω να με γ.... σκέφτομαι και φτύνω το κόρφο μου . Μια χαρά πλάκα – πλάκα στην εξορία γλίτωσα  από την Στέλλα, τι ήθελα και την θυμήθηκα τώρα;

Ανάβω άλλο ένα σπίρτο και το πετάω βιαστικά στο σωρό με τα ξύλα . Τζίφος! Μα ειδική τέχνη θέλει να ξέρεις για να ανάψεις μια φωτιά βρε πούστη μου, σκέφτομαι εκνευρισμένος και φτύνω το κόρφο μου δις.

Τραβώ από το κουτί δυο σπίρτα μαζεμένα και έξαλλος τα ανάβω ταυτόχρονα και τα πετάω στο σωρό.

-«Ω να μην σου γαμήσω τίποτα μπουρδέλο.. » μουρμουρίζω τέρμα νευριασμένος βλέποντας τα σπίρτα να σβήνουν ξανά. Πετάω το κουτί με όσα έχουν απομένει στο σωρό και σκουπίζω τις παλάμες μου  στη φανέλα που φορώ  γεμίζοντας την μαυρίλες, σκόνες  και βρώμες από τα κάρβουνα. 

Θυμίζω λιμενεργάτη που με αποκάλεσε ο πατέρας μου στην τελευταία μας συνάντηση!!!! Αει στο καλό για φωτιά πια! Ολόκληρος γιατρός να ανακατεύομαι με κάρβουνα  και φωτιές! Καλά, σχεδόν γιατρός....

Ξεφυσώντας κοιτώ την σβηστή φωτιά και ακούω το παππού εκείνη τη στιγμή  να φωνάζει την Αγνή  για να κατέβει  κάτω γιατί είναι ώρα να ψήσουμε έξω  το βραδινό μας που έχει  τόσο ωραίο απόγευμα. 

Αντρίκια & ΠαντελονάταWhere stories live. Discover now