~κεφάλαιο 61~

1.7K 226 81
                                    

Συνεχίζεται το  γνωστό ρεπερτόριο..χι,χι,χι! Μια ευγενική χορηγία μπας και γελάσει το χειλάκι μας...12 μέρα καραντίνας...και συνεχίζουμε. Ζούμε μεγάλες στιγμές σουσουράδες! Ότι περνάμε θα γραφτεί στην ιστορία της ανθρωπότητας!  Είδατε καλέ ; Πάντα υπάρχει η θετική πλευρά των πραγμάτων. Λιθοβολήστε με ελεύθερα...




Ξυπνάω και σηκώνομαι πριν εκείνη ξυπνήσει και ντύνομαι αθόρυβα με ένα βάρος στο στομάχι. Όλο το κορμί μου αντιτίθεται σε αυτό που κάνω αλλά το μυαλό  είναι το μόνο όργανο ευτυχώς  που  είναι δυνατότερο και αποφασίζει . Δύο ημέρες έμειναν για  τον γάμο .Αύριο παντρεύομαι άρα ποιο το νόημα όλων αυτών; Όσο γρηγορότερα ξεκολλήσω τόσο πιο γρήγορα θα ξεχάσω και θα επουλώσω τις πληγές. Και ισχύει και για εκείνη το ίδιο. Πριν φύγω κοντοστέκομαι. Από πάνω της. Σκύβω στο ύψος των χειλιών της και με τα χείλια μου σχηματίζω τη λέξη σ αγαπώ, η οποία ήρεμα με τη χάρη βασίλισσας κάθεται  αναπαυτικά πάνω  στο θρόνο των χειλιών της. Δεν με τρομάζει η διαπίστωση αυτή. Την εξέφρασα  φωνακτά άλλωστε κάποια στιγμή τη νύχτα σε μια από τις πολλές μου κορυφώσεις.

Βγαίνω στο σοκάκι και περπατώ προς το σπίτι. Φτάνοντας παρατηρώ τη Λουκία ν α προσπαθεί να δέσει μια άσπρη κορδέλα στο κάγκελο τη μικρή αυλής και την πλησιάζω.

-«Καλημέρα μάνα.» Δεν με περίμενε και ξαφνιάζεται. Με κοιτάει εξεταστικά και με καλημερίζει ήρεμα. Δεν λέει τίποτα περισσότερο και παραμένει σιωπηλή κοιτώντας με.

-«Έχει καφέ;»

-«Έχει Θοδωρή μου...» λέει και γυρνάει στη κορδέλα της και συνεχίζει ότι έκανε.

Σέρνω τα βήματα μου στο σπίτι και βάζω καφέ. Το βλέμμα μου πέφτει στις αυτοσχέδιες, κάτασπρες μπομπονιέρες που ξεκουράζονται  στα πανέρια τους πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Δίπλα τους μια γυάλινη πιατέλα γεμάτη κουφέτα περιμένει με τη σειρά της να κεράσει τον κόσμο που θα παρευρεθεί το βράδυ στο τραπέζι  του πρόγαμού μου. Ρίχνω με μια κίνηση το σώμα μου βαριά σε μια  καρέκλα και  απλώνω  ράθυμα το χέρι μου στη πιατέλα, αφήνοντας το καφέ να  αχνίζει στη κούπα του. Γεμίζω τη χούφτα μου  με κουφέτα τα οποία αρχίζω να χώνω στο στόμα μου και  ξεκινώ να μασουλάω έντονα αλλά η πίκρα  που έχω δεν λέει να φύγει. Καταπίνω και παίρνω περισσότερα.

-«Να αυτοκτονήσεις από σάκχαρο προσπαθείς;»

Τινάζομαι και μερικά κουφέτα  ξεφεύγουν ανάμεσα στα δάχτυλα μου και κυλάνε στο πάτωμα.

Αντρίκια & ΠαντελονάταWhere stories live. Discover now