~κεφάλαιο 52~

1.8K 238 38
                                    


Σχοινί πάντως δεν βρήκα ο καψερός πατέρας και ευτυχώς που ο Ζαχαρίας ηρέμισε μιας και με τις μαύρες σκέψεις που έκανα την κατάλαβε τη δουλειά ότι θα πήγαινε σαν το σκυλί στο αμπέλι και με άφησε ήσυχο! Ήσυχο να προσπαθώ να σύρω δύο βαλίτσες που ζύγιζαν δεν ξέρω και εγώ πόσο – εξαιτίας των αποσκευών της Λουκίας έγερνε το αεροσκάφος σίγουρα- και ο πατέρας άλλες τρείς ενώ η κυρία μανούλα μου ατάραχη πάνω στις γόβες της έσερνε είπε τα δώρα που ήθελαν προσοχή μη σπάσουν, σε μια βαλίτσα . Κατάλαβες; Αυτή πήρε και καλά την πιο δύσκολη βαλίτσα από την ώρα που μας  άφησε το ταξί στο λιμανάκι. Πόσο να ζυγίζουν τα παιχνίδια μωρέ;;;

Και με αυτά και εκείνα , λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι- εγώ και ο πατέρας μου- στρίψαμε στο σοκάκι που οδηγούσε στο σπίτι του παππού .  Ένα δροσερό  αεράκι  αναπάντεχα δρόσισε το ζεστό κορμί μου και προκάλεσε ρίγη ανατριχίλας.  Ο γέρο Θοδωρής φυσικά έστεκε στο κατώφλι περιμένοντας μας δίπλα στην ολάνθιστη αναρριχώμενη , φούξια βουκαμβίλια . Όταν μας είδε να περπατάμε και οι τρεις κατά το μέρος του- η Λουκία μπροστά χαμογελαστή και ατσαλάκωτη και εμείς τα γαϊδουριά πίσω της αγκομαχώντας - το χαμόγελο του φώτισε το πρόσωπο του και σύντομα μας έφτασε και έκλεισε στην αγκαλιά του για αρχή  φυσικά το καμάρι του ..το γιο του!

-«Αχ βρε μπαμπά πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Ίδιος είσαι ρε πατέρα όμως όσα χρόνια και να περάσουν! Πάρε όμως κάτι γιατί ξεχεριάστηκα. » λέει ο πατέρας αναστενάζοντας στην αγκαλιά του παππού μου.

-«Και εσύ μια χαρά φαίνεσαι γιόκα! Το νησί ευθύνεται με το καθάριο αέρα και το υγιές κλίμα του . Θα δεις και εσύ σε λίγες μέρες πόσο θα ξανανιώσεις!Θα την πάρω εγώ τη βαλίτσα τη μεγάλη γιέ μου μη σκας.»

Ανακουφισμένος ο πατέρας μου προχωράει προς το σπίτι για να πάρει σειρά η μάνα μου στο καλωσόρισμα.

-«Πατέρα πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Έχει δίκιο ο Κώστας, μια χαρά δείχνεις και από κοντά! »

-«Εγώ να δεις πόσο χαίρομαι που σας βλέπω όλους καλά έστω και υπό αυτές τις συνθήκες. Έλα να σε φιλήσω και άσε τη βαλίτσα θα την πάρω εγώ.» λέει ο παππούς και αφού η Λουκία μου ρίξει ένα μοχθηρό βλέμμα ενθυμούμενη ποιες συνθήκες εννοεί ο παππούς προχωράει προς το σπίτι αγέρωχη και κομψή όπως πάντα.

-«Παππού...» μόνο αυτό διαλέγω να πω εγώ όταν έρχεται η σειρά μου να χαιρετήσω και βρίσκομαι κατευθείαν χωμένος στην αγκαλιά του.

Αντρίκια & ΠαντελονάταWhere stories live. Discover now