Το απαλό χτύπημα στη πόρτα με κάνει ανόρεκτα να αφήσω την χώρα του ονείρου που βρίσκομαι και να ανοίξω τα μάτια μου έτοιμος να γκρινιάξω αλλά αντικρίζοντας το γλυκό πρόσωπο της Βίβιαν να με κοιτάζει θολά ακόμα από τον ύπνο δεν διαμαρτύρομαι στο ελάχιστο. Μα είναι ένας άγγελος..Σκάω ένα νυσταγμένο χαμόγελο καθώς την τραβάω πάνω μου να γευτώ μια φορά τα χείλια της που πρόθυμα μου δίνει. Στο παράδεισο ξύπνησα ο Χριστιανός;
-«Θοδωρή μου .. κάποιος χτυπάει..» ψιθυρίζει πάνω στα χείλια μου και της κλείνω το στόμα με το χέρι.
-«Σσς...θα φύγουν..» μουρμουρώ αλλά μάταια από ότι φαίνεται μιας και ο επίμονος επισκέπτης μας ξαναχτυπάει δυνατότερα. Αναστενάζοντας αποκαρδιωμένος σηκώνομαι πάνω, τυλίγω το σεντόνι γύρω μου και αφού ελέγξω ότι η Βίβιαν έχει σκεπαστεί καλά με τη κουβέρτα , κατευθύνομαι στην πόρτα όπου το επίμονο χτύπημα, απαλό δε, συνεχίζει το ρυθμό του. Ανοίγω τη πόρτα της καμπίνας τόσο όσο χρειάζεται και κοιτώ εκνευρισμένος τον Ιωσήφ που χαμογελάει πλατιά βλέποντας με ,κρατώντας δυο κούπες που αχνίζουν.
-«Καλημέρα! Ξυπνήστε καμιά φορά βρε παιδιά! Μια ώρα χτυπάω!» γκρινιάζει και προσπαθεί να περάσει το υπερμεγέθη σώμα του στη καμπίνα αλλά βάζω δύναμη και τον σπρώχνω εμποδίζοντας του την έλευση εντός του δωματίου.
Σιγά μην πάρει μάτι το κορίτσι μου που είναι ακόμα γυμνό!
Με κοιτάζει παραξενευμένος με την αντίδραση μου αλλά βλέποντας τη έντρομη φάτσα μου, δείχνει να καταλαβαίνει και γελώντας μου δίνει τους καφέδες που βαστά τόση ώρα.
-«Αμάν μωρέ Καζανόβα του Αιγαίου δεν θα στη φάμε..» με πειράζει και ρουθουνίζω.
-«Θοδωρή, θα σας παρακαλέσω όμως να ετοιμαστείτε για να σας μεταφέρω στο Καστελλόριζο. Καλή η παρέα σας αλλά έχουμε και μια άσκηση να πάρουμε μέρος.» με ενημερώνει και φεύγει χτυπώντας με στη πλάτη φιλικά κάνοντας τους καφέδες να ταρακουνηθούν άσχημα .
Μπαίνω στη καμπίνα και έκπληκτος αντικρίζω την Βίβιαν ντυμένη με τη στολή κατάδυσης που φορούσε χτες και βλαστημώ μέσα από τα δόντια μου δίνοντας της την μία κούπα καφέ που βαστώ.
Αμάν βρε Ιωσήφ! Επειδή εσείς μονάζετε εδώ μέσα πρέπει όλοι να κάνουν το ίδιο!!!
-«Τον άκουσες Θοδωρή μου. Ντύσου να φύγουμε.»
-«Μα...έλεγα...να...»
-«Τι; Να γίνουμε μόνιμοι στο πολεμικό ναυτικό; Πάμε στο νησί μας Θοδωρή και εκεί θα έχουμε όσο χρόνο θέλουμε..» με παρηγορεί ανακατεύοντας μου τα μαλλιά που ήδη είναι σε άσχημα χάλια και σκύβει και πιάνει τα ρούχα μου από το πάτωμα.
YOU ARE READING
Αντρίκια & Παντελονάτα
Romance'Ενας άντρας που συμπεριφέρεται περισσότερο ως παιδί. Μια κοπέλα που τιμάει τα παντελόνια που φοράει. 'Ένα παρελθόν που ακόμα πονάει. Ένα μέλλον απρόβλεπτο . Το παρόν του όμως για γέλια και για κλάματα!