Κεφάλαιο 44 - Θα τα ξαναπούμε

3K 345 20
                                    

Ο Ορέστης είδε την Δανάη να βγαίνει από την εξώπορτα και κοίταξε μέσα στο σαλόνι. Η Μίνα ο Αλκιβιάδης και ο Δημήτρης φαινόταν σε κατάσταση σοκ. Κοίταζαν στο κενό με το στόμα ανοιχτό ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της Μίνας.

Ο Ορέστης έκανε μεταβολή και ακολούθησε τα δύο κορίτσια . Τις πρόλαβε πριν βγουν από την αυλή. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το μπράτσο της Δανάης. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Για λίγο κοιτάχτηκαν αμίλητοι αλλά μετά εκείνη μίλησε: " Ναι;"

"Δεν είσαι η Αθηνά;"

Η Δανάη τον κοίταξε σα να μην τον ήξερε και μετά στράφηκε στην φίλη της με ερωτηματικό βλέμμα: "Ποιος είναι;"

Η Χαρά αγριοκοίταξε τον Ορέστη ενώ απαντούσε: " Η Αθηνά ήταν αρραβωνιασμένη. Αυτός είναι ο Ορέστης, ο αρραβωνιαστικός της."

"Ααα!" Η Δανάη τον κοίταξε φανερά στεναχωρημένη: " Δεν είμαι η αρραβωνιαστικιά σου. Μπορεί να της μοιάζω πολύ αλλά εγώ είμαι η Δανάη Παυλίδου. Λυπάμαι για την απώλειά σου."

Ο Ορέστης επιβεβαίωσε οτι εκείνη δεν τον θυμόταν. Τον κοίταζε σαν να είχε μπροστά της κάποιον τελείως άγνωστο. Δεν υποκρινόταν.

Τα αισθήματά του ήταν μπερδεμένα. Ενώ ήταν χαρούμενος που η καρδιά του δεν είχε κάνει λάθος και διάλεξε την Δανάη, τώρα οι αναμνήσεις εκείνης από τις κοινές τους στιγμές είχαν εξαφανιστεί μαζί με τα αισθήματά της. Από την άλλη αν θυμόταν τα λόγια που της είχε πει προσπαθώντας να την κρατήσει μακριά του ... δεν θα του επέτρεπε ποτέ ξανά να την πλησιάσει. Αυτή η αμνησία του πρόσφατου παρελθόντος ίσως να ήταν μια ευκαιρία για εκείνον. Θα μπορούσαν να ξανααρχίσουν την σχέση τους από την αρχή.

Η Δανάη τράβηξε το χέρι της από το κράτημά του και άρχισε να περπατάει και πάλι προς την καγκελόπορτα της αυλής. Είχαν μόλις βγει στον δρόμο όταν άκουσε πίσω της την φωνή του Ορέστη να λέει: " Δανάη, εμείς θα τα ξαναπούμε."

Αυτός ο άντρας της προκαλούσε μια ενόχληση που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Σταμάτησε  και γύρισε για να τον βλέπει: " Δεν χρειάζεται να τα ξαναπούμε. Δεν είμαι η Αθηνά."


Η Αθηνά και η Χαρά μπήκαν στο λεωφορείο και κρατήθηκαν από τις χειρολαβές. Η Χαρά κοίταξε την φίλη της με ενδιαφέρον: " Πως είσαι;"

"Δεδομένων των συνθηκών, καλά. Αυτός ο Ορέστης, τι είδους άνθρωπος είναι και ποια ήταν η σχέση μου  μαζί του;"

Η Χαρά της μίλησε για όλα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους και τον τρόπο που εκείνος της είχε φερθεί και της είπε για την κατάσταση που την είχαν βρει εκείνη και ο Δημήτρης την τελευταία μέρα χωρίς να μπορεί να της πει όμως πως εκείνος είχε καταφέρει να την φέρει σε εκείνη την κατάσταση, αφού η Δανάη δεν είχε προλάβει να της πει.

Όταν η Χαρά σταμάτησε να μιλάει η Δανάη είπε σκεφτική: " Έτσι εξηγείται η ενόχληση που αισθάνθηκα όταν τον είδα. Είχα αισθήματα γι αυτόν;"

"Δεν μου μίλησες ποτέ ανοιχτά γι αυτό αλλά από τον τρόπο που φερόσουν ..."

"Ωστε ήμουν ερωτευμένη μαζί του... Όμως απ'ότι μου λες αυτός έπαιζε μαζί μου... Ευτυχώς που όλα τα αισθήματά μου γι αυτόν χάθηκαν μαζί με τις αναμνήσεις μου.

Τώρα πρέπει να πάω να κάνω τα χαρτιά μου και να τακτοποιήσω και πάλι την ζωή μου."

Η Δανάη το βράδυ έμεινε στο σπίτι της Χαράς με την μητέρα της φίλης της μετά το πρώτο σοκ να μην ξέρει τι να της κάνει για να την ικανοποιήσει.

Το επόμενο πρωί η Δανάη άρχισε να τρέχει για να ξαναοργανώσει την ζωή της.


Είχαν περάσει δυο μέρες από την ανάκτηση της μνήμης της και η Δανάη εκείνο το πρωί έβγαινε από την πολυκατοικία της  Χαράς για να πάει στην σχολή της.  Κατέβηκε τα σκαλιά ενώ έψαχνε να βρει την κάρτα της για το λεωφορείο μέσα στο σακίδιό της.

"Δανάη!" Ένα πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο πάνω στον δρόμο. Μπροστά από το αμάξι στεκόταν ο Αλκιβιάδης, ο πατέρας της Αθηνάς.

Τον κοίταξε σαστισμένη: " Καλημέρα."

"Καλημέρα. Είσαι καλά;"

"Ναι ευχαριστώ."

"Έχεις λίγο χρόνο να μιλήσουμε;" Τα μάτια του άντρα φανέρωναν ταραχή και αβεβαιότητα.

"Κύριε Οικονόμου, τι έχουμε να πούμε; Σας έχω ήδη εξηγήσει τα πάντα."

"Γιατί το λες αυτό; Μπορεί να μην είσαι η Αθηνά αλλά έζησες στο σπίτι μας σαν κόρη μας αυτούς τους μήνες. Εσύ μπορεί να μην το θυμάσαι αλλά εμάς μας λείπεις."

Η Δανάη τον κοίταξε απορρημένη: " Δεν ξέρω τι να πω. Τώρα πρέπει να πάω στην σχολή. Ήδη έχω χάσει πολλά μαθήματα..."

"Θα σε πάω εγώ στην σχολή. Στην διαδρομή μπορούμε να μιλάμε."

Η Δανάη το σκέφτηκε λίγο αλλά βλέποντας το βλέμμα του Αλκιβιάδη, πείστηκε.

"Εντάξει."

Ο Αλκιβιάδης αναθάρρησε και βιαστικά της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Εκείνη όταν κάθισε προβληματίστηκε. Δεν ήθελε να συνεχίσει να μπλέκεται με αυτή την οικογένεια αλλά όταν είδε πόνο στα μάτια του Αλκιβιάδη δεν μπορούσε να αρνηθεί να του μιλήσει, στο κάτω κάτω είχε χάσει την αγαπημένη του κόρη.







Η ΑΛΛΑΓΗWhere stories live. Discover now