Κεφάλαιο 83 - Στιγμές ευτυχίας

2.9K 288 7
                                    

Ο Άγγελος κοίταξε τον ξάδερφό του. Δεν τον είχε δει ποτέ πριν σε τέτοια κατάσταση παρά μόνο όταν πίστευαν οτι η πνιγμένη κοπέλα που είχαν βρει, μπορεί να ήταν η Δανάη.

"Πως μπλέχτηκαν έτσι τα πράγματα; Ποιος ήταν αυτός που είπε οτι ο θείος μπορεί να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Δεν το πιστεύω με τίποτα." Η έκφρασή του προσώπου του έδειχνε την αγανάκτησή του από τις ανυπόστατες κατηγορίες για τον άνθρωπο που γνώριζε σχεδόν σαν τον πατέρα του.

Ο Ορέστης πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του νευρικά: " Φοβάμαι μήπως υπάρχει κάποιο ψήγμα αλήθειας σε αυτή την φήμη. Ο πατέρας μου από όταν έμαθε για την Δανάη φέρεται πολύ περίεργα κάθε φορά που την βλέπει ή αναφέρεται το όνομά της."

Ο ξάδερφός του κούνησε το κεφάλι του αρνητικά: " Δεν το πιστεύω. Ας ψάξουμε να βρούμε τι είχε γίνει τότε. Μόνο αν βρούμε την αλήθεια θα μπορέσουμε να αθωώσουμε τον πατέρα σου στα μάτια της μητέρας της Δανάης."

"Έχω να δω την Δανάη μια εβδομάδα. Η μαμά της δε την αφήνει από τα μάτια της προκειμένου να μην με συναντήσει. Μπορούμε μόνο να μιλάμε στο τηλέφωνο. "


Η Δανάη βγήκε από το καφέ. Είχε μόλις μιλήσει με την Χαρά και της είπε να την καλύψει αν η μητέρα της επικοινωνούσε μαζί της για να την ψάξει, επειδή εκείνη θα πήγαινε να βρει τον Ορέστη. Η Χαρά αν και φοβόταν την Μίνα, δεν μπορούσε να αφήσει την φίλη της αβοήθητη και δέχτηκε.

Η Δανάη έκανε νόημα στο ταξί που περνούσε εκείνη την στιγμή από μπροστά της. Θα έκανε  έκπληξη στον Ορέστη. Δεν του είχε πει οτι θα πήγαινε. Χαμογέλασε.

Ο Ορέστης άκουσε το κουδούνι και σηκώθηκε από το γραφείο του. Είχε για άλλη μια φορά προσπαθήσει να τηλεφωνήσει στην Δανάη αλλά εκείνη του έκλεινε το τηλέφωνο συνέχεια. Άραγε είχε συμβεί πάλι κάτι; Ανήσυχος άνοιξε την πόρτα. Μπροστά του στεκόταν εκείνη με σάρκα και οστά. Ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε το όμορφο πρόσωπό της. Χωρίς να πει τίποτα άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Την έσφιξε στην αγκαλιά του αναστενάζοντας ανακουφισμένος: " Γι αυτό δεν σήκωνες το τηλέφωνό σου; Με τρέλανες."

Εκείνη ρώτησε πονηρά: " Φοβήθηκες;"

Τα χέρια του την έσφιξαν περισσότερο : " Φυσικά. Κάθε φορά που δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σου κάτι κακό συμβαίνει."

Εκείνη πέρασε τα χέρια της κάτω από το φούτερ του και ακούμπησε την ζεστή του πλάτη κόβοντάς του την ανάσα: " Πάγωσες.. Έλα θα ανάψουμε το τζάκι." 

Η ΑΛΛΑΓΗWhere stories live. Discover now