Κεφάλαιο 88

3.4K 161 2
                                    

"Δανάη...Καλύτερα να πάμε σπίτι" ακούω την Ξένια να λέει μόλις μπαίνουμε μέσα στο μαγαζί.

Βλέπω τον Πάνο που παίρνει παραγγελίες από διάφορα τραπέζια και ο Άγγελος να φτιάχνει καφέδες.

Γυρίζω όμως πριβληματισμένη προς το μέρος της.

"Γιατί; Εσύ το πρότεινες" την ρωτάω με περιέργεια και γυρίζω να την κοιτάξω.

"Δες στα τραπέζια στο βάθος. Εκείνο στη γωνία" μου λέει χαμηλόφωνα δείχνοντας μου διακριτικά αλλά για λίγο το χάνω.

"Που; Δεν βλεπ-"

Κλείνω το στόμα μου πριν προλάβω να ολοκληρώσω καθώς είδα ένα πρόσωπο που θα ευχόμουν να είχα ξεχάσει.

Να μην το θυμόμουν. Να το έβλεπα και να ήταν απλά ένας άγνωστος.

Είναι εκεί.
Είναι εκεί και γελάει.

Στο διαολο.

Για μια στιγμή γυρίζει αυθόρμητα το κεφάλι του προς το μέρος μου και σταματάει ότι έκανε. Απλά με κοιτάει σοβαρός από πάνω μέχρι κάτω.

"Αγάπη μου, πως και από εδώ;" μπαίνει μπροστά μου ο Πάνος διακόπτοντας την οπτική επαφή και κουνάω πέρα δώθε το κεφάλι μου. Χαμογελάει πλατιά και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο.

"Θέλω να πάω σπίτι" ψιθυρίζω ενώ νιώθω τα χέρια μου να ιδρώνουν.

Το μυαλό μου θολώνει.

"Πονάω μη με σφίγγεις"

"Σκασε"

"Σταμάτα να κλαις ΓΑΜΩ!"

"Αφησε με!

"Δεν θέλω άλλο"

"Έλα ρε μωρό μου θα περάσουμε καλά"

"Αουτς"

"Ε;" είναι το μόνο που ξεφουρνίζει μπερδεμένος και με κοιτάει στα μάτια."Γιατί έχεις βουρκώσει;"ρωτάει στη συνέχεια ανήσυχος και πιάνει το πρόσωπο μου με τα χέρια του.

"Δανάη μου..."ψιθυρίζει η Ξένια χαιδευοντας τον ώμο μου.

"Θέλω να πάω σπίτι" είναι η μόνη φράση που μπορεί να βγει από το στόμα μου αυτή τη στιγμή.

"Τι έπαθες; Μιλά μου"σιγοφωνάζει ανήσυχος ταρακουντοντας με ελαφρώς αλλά η Ξένια του κάνει νόημα να ηρεμήσει.

"Σας παρακαλώ, πάμε να φύγουμε" τους ζητάω κοιτώντας τους εναλλάξ.

" Αρχίζω να φρικάρω Δανάη, τι έχεις;" με ρωτάει ο Πάνος πιάνοντας το πιγούνι μου."Σχολαω σε τέσσερις ώρες, δεν μπορώ να λείψω από το μαγαζί. Ξένια πήγαινε την σε παρακαλώ, και κάτσε μαζί της μέχρι να γυρίσω"συνεχίζει απευθυνόμενος στην κολλητή μου αλλά το δικό μου βλέμμα έχει κολλήσει σε εκείνο το τραπέζι.

Γιατί είναι στην Αθήνα;
Γιατί δεν με αφήνει να ησυχάσω;

"Όταν γυρίσω, ετοιμάσου να κάνουμε μεγάλη συζήτηση"μου λέει σοβαρός και ξεροκαταπίνω γνεφοντας καταφατικά.

[...]

"Γιατι έπρεπε να έρθει ε; Γιατί δνε με αφήνει ήσυχη;" ρωτάω κλαίγοντας και σκουπίζω την μύτη μου.

"Αφού δεν σε ενόχλησε θα έπρεπε να χαίρεσαι. Μπορεί να μην σε είδε καν. Μη στεναχωριέσαι αγάπη μου" η κολλητή μου προσπαθεί να με καθησυχάσει αλλά μάταιος κόπος.

"Με είδε"ψιθυρίζω και πίνω λίγο νερό. Αν αρχίσει πάλι να με ενοχλεί δεν θα το αντέξω. Θα καταστρέψει την σχέση μου με τον Πάνο. Θα τον διώξει από δίπλα μου όπως έκανε με όλους.

Η πόρτα ξεκλειδώνει, μπαίνει μέσα και μας κοιτάει στιγμιαία. Την κλείνει, βγάζει τα παπούτσια του με το μπουφάν του και έρχεται χαλαρός προς το μέρος μας.

"Εγώ να πηγαίνω, θα έχετε να πείτε πολλά. Καληνύχτα" χαιρετάει η Ξένια και προχωράει προς την πόρτα.

Αφού βεβαιωθεί ο Πάνος πως έφυγε, έρχεται και κάθεται δίπλα μου.

"Λοιπόν, μήπως θες να μιλήσουμε για κάτι που σε απασχολεί;" με ρωτάει χαμηλόφωναα εγώ κοιτάω το κενό.

Δεν μιλάω σε κανέναν γιαυτό το θέμα. Οι μόνοι που ξέρουν είναι ο Μάνος, η κολλητή μου και ο Γιώργος από την Θεσσαλονίκη.

Ούτε ο Νίκος δεν ξέρει.

"Απλά ζαλίστηκα εκείνη την ώρα. Αυτό είναι όλο"προσπαθώ να δικαιολογηθώ όμως όταν σκέφτηκα τι είπα, ήθελα μουντζώσω τον εαυτό μου.

"Μωρό μου, ξέρω πως έχω κάνει πολλές μαλάκιες αλλά δεν θέλω να με φοβάσαι. Προτιμώ να με αγαπάς, παρά να φοβάσαι να μου μιλήσεις"μου λέει ενω η φωνή του βγαίνει σαν παράπονο και η καρδιά μου σπάει.

-oliaaaa

Too Much Trouble 2Where stories live. Discover now